Σάββατο 21 Μαρτίου 2009

Ω Μαριάννα, ποιός δε σε ξέρει; Κάθε ματιά σου κ' ένα νυχτέρι... Που τη λικνίζει σαν κοιμισμένη, την πιο ωραία, την πιο θλιμμένη...


Dante Gabriel Rossetti


Μαριάννα

Ι

Στον Άσπρο Πύργο
στην πέρα χώρα,
κόσμος πουλάκια
κι άνθη πληθώρα.

Τι περιβόλια,
δροσιά και μύρα.
Το περιγιάλι
φωτοπλημμύρα.

Στον Άσπρο Πύργο
λες έχει αφήσει
όλα τα χάδια της
γλυκιά μια φύση.

Η γαλανή
τ’ ουρανού γαλήνη
μέσα στο κύμα
τα μάγια λύνει

Κι έχει στα μάτια
κάθε κοράσι
το μαγεμένο
το ακροθαλάσσι.

Οι νιες κει πέρα
πως περπατάνε
κ' έχουν κάτι
σα να σκιρτάνε.

Κ' οι νιοι γλεντάνε
κι έχουν καμάρι
για τις ματιές τους
πούχουνε πάρει.

Κάθε ομορφάδα
γλυκιά και πλάνα
και μέσα σ’ όλες
κ' η Μαριάννα.

Ω Μαριάννα,
ποιός δε σε ξέρει;
Κάθε ματιά σου
κ' ένα νυχτέρι.

Το πέρασμά σου
ποιος θα χορτάσει;
Το καρδιοχτύπι
και το γιορτάσι.

Μα η Μαριάννα
έχει μια θλίψη
σα να της έχουν
τα πάντα λείψει.

Καημός αγάπης
χρόνια τη λιώνει
κι όλο θεριεύει
όσο παλιώνει.


II

Στον Άσπρο Πύργο
η αυγή προβάλλει
δεν την ξανάειδαν
με τέτοια κάλλη.

Γλυκοξυπνούνε
τα μάτια ταίρια,
τώρα που σβήνουν
ψηλά τ’ αστέρια.

Βγήκε τ’ αγέρι
να περπατήσει
μέσα στους κήπους,
πριν να φωτίσει.

Και θα κατέβει
στο ακροθαλάσσι
μ’ όλα τα μύρα
που θα 'χει μάσει.

Μονάχα ας έρθει
γλυκά κι αγάλι,
πάνω στο κύμα
στο προσκεφάλι

Που τη λικνίζει
σαν κοιμισμένη,
την πιο ωραία,
την πιο θλιμμένη.

Μαρία Πολυδούρη

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Διεκδικούν κομμάτια του εαυτού της που δεν τα έχει πια. Που δεν υπάρχουν πια. Ό,τι είχε το έδωσε. Και το υστέρημα της ψυχής....

Larazoni

ΤΟ ΜΠΟΥΦΑΝ πεταμένο στην καρέκλα της κουζίνας. Όπου ΔΕΝ είναι η θέση του. Η θέση του είναι στην ντουλάπα. Κανονικά λοιπόν, έπρεπε να σηκωθεί. Να πάρει το μπουφάν. Να διασχίσει τον διάδρομο. Να πάει στο άλλο δωμάτιο. Να ανοίξει την ντουλάπα. Να κρεμάσει το μπουφάν. Να πέσει κάτω το φούτερ το στριμωγμένο. Να μαζέψει το φούτερ. Να κρεμάσει το φούτερ. Να κρεμάσει και το μπουφάν. Να κλείσει την ντουλάπα. Να κλείσει την πόρτα για τα ρεύματα. Να επιστρέψει στην κουζίνα.

Σε ρεαλιστικό χρόνο, δυο λεπτών υπόθεση. Σε υπερρεαλιστικό χρόνο, ένας αιώνας. Την είχε κυριέψει το σύνδρομο «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Όσες φορές και να το κρέμαγε, αυτό πάντα μπαστακωμένο στην καρέκλα της κουζίνας. Εκεί ακριβώς όπου το πετούσε η κόρη της. Εκεί ακριβώς όπου θεωρούσε ότι είναι η φυσική του θέση. Πού βάζουμε μπουφάν, παντελόνια, μπλούζες, είδη προικός; Στην καρέκλα της κουζίνας.

Ματαιότης ματαιοτήτων... Μια ζωή τακτοποιείς, μια ζωή τα ξαναβρίσκεις στη λάθος θέση. Τι διάολο, περπατάνε τη νύχτα; Καλά, με το πλυντήριο, το είχε πάρει απόφαση. Μόλις έσβηναν τα φώτα, αυτό έπαιρνε τους δρόμους. Περπατούσε κανονικότατα, έκοβε τσάρκες. Την πρώτη φορά ξύπνησε έντρομη τον άντρα της. Νόμιζε ότι μπήκαν οι διαρρήκτες στο σπίτι να κλέψουν το σεμέν πάνω από την τηλεόραση. Μετά το συνήθισε. Μη σου πω ότι άρχισε να το ζηλεύει κιόλας. Εκείνη μέσα κλεισμένη, το πλυντήριο κοινωνικότατο!

Σάββατο μεσημέρι και ο άντρας της έχει πάει τα παιδιά στο λούνα παρκ. Ωραία θα περάσουμε πάλι. Θα τους βάλει σε αυτό το στριφογυριστό μαραφέτι βζόινγκ- βζόινγκ που σου πετάει τ΄ άντερα έξω, θα τους ταΐσει μετά κι ό,τι τζανκ σκατολοΐδι βρει μπροστά του. Κι όταν με το καλό γυρίσουν και τη βγάλουν όλη νύχτα αγκαλιάζοντας στοργικά το καπάκι της λεκάνης, εκείνος θα λέει «ίωση είναι, πού τα πήγες τα παιδιά και κρύωσαν;».

Και να πεις ότι δεν του μίλησε πριν φύγουν; Του είπε πως έχει ξεπαγώσει κιμά για μακαρόνια και να γυρίσουν να φάνε στο σπίτι. Που και αυτό σχετικό είναι. Γιατί αγοράζεις εσύ τα μακαρόνια νούμερο 6, ο άλλος θέλει τα χοντρά, ο τρίτος τα φιογκάκια, ο τέταρτος τις πένες και ο λογαριασμός στο 12!

Τώρα που λείπουν όλοι από το σπίτι, λογικά θα ήταν καλή ευκαιρία να συγυρίσει λίγο. Λογικά πάντα, αλλά γιατί να μπει στη διαδικασία; Γιατί να της κοπεί η μέση μαζεύοντας κόκκινα τουβλάκια από τη μοκέτα και αδειάζοντας καλάθια αχρήστων με χρήσιμα πράγματα πεταμένα μέσα; Ποιος ο λόγος; Αφού πέντε θα γυρίσουν, πέντε και πέντε το σπίτι θα έχει ξαναγίνει ακριβώς όπως πριν. Η μέρα της μαρμότας. Αυτό είναι η ζωή της.

Αλήθεια, πώς λεγόταν εκείνο το παλιό σίριαλ; «Η Μάγισσα»; Που ήταν μια ξανθιά και μόλις έτριβε τη μύτη με το δάχτυλό της, όλα έμπαιναν στη θέση τους; Το σπίτι καθαρό, το πάτωμα σφουγγαρισμένο, το φαγητό σερβιρισμένο, τα ρούχα πλυμένα και σιδερωμένα;

ΚΑΙ Η ΡΙΖΑ της ξανθιάς μάγισσας ποτέ δεν έβγαινε στο μαλλί. Εμ, έτσι το ξέρω κι εγώ, αγάπη μου! Όχι που τρέχεις στα κομμωτήρια και σε παστώνουν στα πασαλιψατέρ κάθε τρεις και λίγο. Και επειδή δεν έχει χρόνο, δεν έχει χώρο, δεν έχει αντοχές, μια ζωή κατσικωμένη η ρίζα στο μαλλί! Δεν γεννήθηκε ξανθιά, σκοτώστε την! Κι έχει και την τρελή κομμώτρια πάνω από τον λουτήρα, «να σας περάσω μια μασκούλα γιατί είναι αδύνατες οι άκρες;».

Μπράβο βρε, γελάσαμε πάλι σήμερα, σε καλό να μας βγει!

Πλησίασε το πρόσωπο στον καθρέφτη. Με αυτή τη ρυτίδα δεν θυμάται να συστήθηκαν. Της είναι παντελώς άγνωστη! Διαφημίζουν μια κρέμα στην τηλεόραση. Έχει ένα συστατικό... Να δεις πώς το λένε; Κάτι που τελειώνει σε «ine» και σε κάνει τσίτα. Η κυρία της διαφήμισης πριν από την κρέμα ήταν πλισέ και τώρα η μούρη σαν να την πέρασε με σίδερο ατμού. Να την αγόραζε; Μπα, δε βαριέσαι! Πήρε την άλλη, την ξέχασε στο ψυγείο και παραλίγο να την αλείψει στη φρυγανιά του παιδιού!

Τουλάχιστον το σπίτι έχει ησυχία τώρα που λείπουν όλοι. Πόσο της λείπει αυτή η μούγγα στη στρούγκα! Συνήθως γύρω της όλοι ουρλιάζουν, όλοι τσακώνονται, όλοι ζητούν, όλοι απαιτούν.

Διεκδικούν κομμάτια του εαυτού της που δεν τα έχει πια. Που δεν υπάρχουν πια. Ό,τι είχε το έδωσε. Και το υστέρημα της ψυχής. Και το περίσσευμα καρδιάς. Πάρτε κόσμε, το αφεντικό τρελάθηκε και τα δίνει τζάμπα! Έγινε η ζωή της, «ό,τι πάρετε ένα τάλιρο»! Σαν τα μακό μπλουζάκια στα καλάθια των εκπτώσεων. Χιμάνε όλοι, αρπάζουν ό,τι βρουν μπροστά τους, μέχρι που το καλάθι αδειάζει. Και αυτοί ακόμα ζητάνε. Ακόμα ψάχνουν τις γωνίες, μην παράπεσε ένα ρετάλι από τη γυναίκα που ήταν κάποτε.

ΔΩΔΕΚΑ ΚΑΙ ΜΙΣΗ, πώς πέρασεν η ώρα...

Δώδεκα και μισή, πώς πέρασαν τα χρόνια...

Τον λάτρευε τον Καβάφη στην εφηβεία της. Ίσως γιατί δεν τον καταλάβαινε. Τώρα που τον καταλαβαίνει, τώρα που μιλάει κατευθείαν στην ψυχή της, ούτε που να τον ξαναδεί στα μάτια της. Πώς πέρασεν η ώρα...

Πώς πέρασαν τα χρόνια...

Όπου να ΄ναι θα γυρίσουν. Σηκώθηκε αργά.

Σήκωσε το μπουφάν.

Είχε την αμυδρά επίμονη αίσθηση πως κάποιος, κάπου, κάποτε, της έταξε πως η ζωή της θα ήταν σαν διαφήμιση απορρυπαντικών. Της έφυγε η ζωή. Της έμεινε το απορρυπαντικό.

Προχώρησαν στον διάδρομο αγκαλιασμένοι.

Η γυναίκα και το μπουφάν.

Σάββατο μεσημέρι...
Της ΕΛΕΝΑΣ ΑΚΡΙΤΑ
ΤΑ ΝΕΑ

Κυριακή 8 Μαρτίου 2009

Μόνη σου θ' αγωνίζεσαι, μόνη σου θα κερδίζεις, αν μάθεις τις ελπίδες σου σε 'σένα να στηρίζεις!


Gustav Klimt, Οι φίλες

Οι φίλες

Και λέγαν όλοι γύρω σου τις φίλες να προσέχεις
να μην τις εμπιστεύεσαι, όσο μπορείς ν' απέχεις.

Κανένας δε σε νοιάζεται, μονάχα οι δικοί σου
ο άντρας σου, τ' αδέρφια σου, οι γονείς και το παιδί σου.

Σ' αυτούς ν' αφοσιώνεσαι, ποτέ να μη ρισκάρεις
τη σιγουριά της θαλπωρής να δώσεις και να πάρεις.

Ποτέ σου μη βασίζεσαι στις φίλες που ζηλεύουν,
την ευτυχία σου φθονούν και τη δροσιά σου κλέβουν.


Vittorio Maria Di Carlo


Και ήρθαν χρόνοι δίσεκτοι, δάκρυ και δυστυχία
έγιν' η θαλπωρή καπνός, στάχτη η ευτυχία.

Ο άντρας σου σε πρόδωσε, κι έφυγε το παιδί σου,
άφαντα είν' τ' αδέρφια σου, πεθάναν οι γονείς σου.

Και έμεινες ολομόναχη να γλείφεις τις πληγές σου
να ψάχνεσαι πού έφταιξες, ποιές είν' οι ενοχές σου.

Αφού όλα τα τήρησες, τους νόμους και τα ήθη
γιατί όλοι σε περάσανε τόσο απλά στη λήθη;


Vittorio Maria Di Carlo


Νέκρωσε το τηλέφωνο, νεκρώσαν τα κουδούνια,
οι παντρεμένοι γύρω σου στην πέφτουν σαν γουρούνια.

Έλα, άσε τα νάζια σου, τη ζόρικη μην κάνεις
είμαι Θεός στο σεξ εγώ, δεν είναι να το χάνεις.

Απόγνωση. Κατάθλιψη. Δεν ξέρεις τί να κάμεις.
Μπροστά βουνό η μοναξιά, πίσω ο σαβουρογάμης.

Το μόνο που σου έμεινε οι φίλες οι πιστές σου,
παρηγοριά στη μοναξιά, στις δύσκολες στιγμές σου.

Συνέχεια ήταν δίπλα σου, φύλακες άγγελοί σου,
στήριγμα στις φουρτούνες σου, διακριτικά μαζί σου.

Μάθημα για τις κόρες σου, την κάθε νέα γυναίκα,
να μην ανταγωνίζεται ποτέ της μια ΓΥΝΑΙΚΑ.

Ακόμα κι η «αντίπαλος» που τη ζωή σου κλέβει,
θύμα σε λίγο θα 'ν' κι αυτή, έρωτα θα κηδεύει.

Όσο για δικαιώματα, ζωή κι ισοτιμία,
να μην πιστεύεις κόμματα, κυβέρνηση καμία.

Μόνη σου θ' αγωνίζεσαι, μόνη σου θα κερδίζεις,
αν μάθεις τις ελπίδες σου σε 'σένα να στηρίζεις.


Οι φίλες, 1955, Michelangelo Antonioni


Αφιερωμένο στις φίλες μου και στις γυναίκες του κόσμου! ΠΟΤΕ δεν προδόθηκα από ΦΙΛΗ. ΠΟΤΕ! Αυτό να το θυμάστε. Τις φίλες και τα μάτια σας! Αρκεί να ξέρετε να τις επιλέγετε...
Και του χρόνου ζουζούδες! ;)

Γυναίκες...Ζωές παράλληλες, κοινοί οι δρόμοι, αυτές παντρεύτηκαν, εσείς ακόμη; Εμείς σπουδάζουμε, έχουμε δρόμο, φωτιά τα νιάτα μας, φτερά στον ώμο.


Γυναικών όνειρα

Θα ήμουν δυόμιση ίσως και τρία,
όταν γνωρίστηκα με τη Μαρία.
Διεκδικούσαμε τα ίδια χόρτα,
φύτρωναν άγρια έξω απ' την πόρτα.

Να μαγειρέψουμε για τα παιδιά μας
και για τους άντρες μας, βοήθειά μας,
αυτούς του μέλλοντος, στο παραμύθι,
που πάντα άρχιζε κουκί ρεβύθι.

Με κατσαρόλες και με κουτάλες,
χείλη βαμμένα, γόβες μεγάλες,
υποδυόμαστε νοικοκυράδες,
μαμάδες πρότυπα και οι γιαγιάδες.

Τα χρόνια πέρασαν, μαζί σχολείο,
μαζί Γυμνάσιο, ίδιο θρανίο,
ίδια σκιρτήματα, έρωτες, πάθη,
αλλού τα όνειρα, ίδια τα λάθη.

Ζωές παράλληλες, κοινοί οι δρόμοι,
αυτές παντρεύτηκαν, εσείς ακόμη;
Εμείς σπουδάζουμε, έχουμε δρόμο,
φωτιά τα νιάτα μας, φτερά στον ώμο.

Πανεπιστήμια και ξένες γλώσσες,
δουλειές, καριέρες και όχι κλώσσες
που σπίτι κάθονται με το μωρό τους,
μόνη διέξοδος να 'ν' το πλεχτό τους.

Εμάς ο κόσμος μας είναι ταξίδια,
μίτινγκ, συνέδρια, φούστες μ' αρχίδια.
Γιορτή γυναίκας θα 'χουμε μόνιμα
και δε θα κάτσουμε ποτέ μας φρόνιμα.

Ίσοι δεν είμαστε γυναίκες άντρες;
Κι εμείς πηδάμε έξω απ' τις μάντρες.
Ορθό κατούρημα κι εμείς μπορούμε,
σιγά το δύσκολο, μην τρελαθούμε...

Τα χρόνια πέρασαν, ήρθαν τα χιόνια,
μόνο μας ένδυμα τα παντελόνια,
ρυτίδες ζάρωσαν τα μέτωπά μας,
στεγνά τα χείλη μας, κρύα η καρδιά μας.

Χλωμές γυρίζουμε σε κρύο σπίτι,
σβηστό το τζάκι μας, κι εμείς σπουργίτι
που τρέμει μόνο του κι αναρωτιέται,
πού πήγε τ' όνειρο και πού πλανιέται...

Μαριάννα Τζανάκη

...κλαδιά να κόψουμε απ' τη μιμόζα για να τιμήσουμε γιορτή και Ρόζα και με το άρωμα απ' τη γαζία τρέχοντας φεύγαμε για την πορεία...



Η μιμόζα κι η γαζία

Ήμουν δεν ήμουνα πέντε στα έξι,
μόνη στον κήπο μας που είχε βρέξει
κι ήταν ο πιο όμορφος σ' όλο τον κόσμο,
όταν μου ζήτησες λιγάκι δυόσμο.

Σου χαμογέλασα γλυκά, η φαφούτα,
δυόσμο σου έκοψα και λίγα φρούτα.
Κι εσύ μου γέλασες χωρίς δοντάκια,
με χάρη κούνησες δυο κοτσιδάκια.

Μετά προχώρησα στο πώς σε λένε,
υγρά τα μάτια σου, μα γιατί κλαίνε;
Ποτέ δεν κλαίω, είπες με πόζα,
μάλλον θα δάκρυσαν απ' τη μιμόζα

που ήταν ολάνθιστη εκεί κοντά μας
πάντα συμμέτοχη στα δάκρυά μας.
Μόνιμο άλλοθι η αλλεργία
από το χνούδι της κι απ' τη γαζία.

Κρύβαμε άτεχνα τα δράματά μας,
απ' τη ντροπή μας κι απ' τη μαμά μας.
Μέχρι που μάθαμε πια να μιλάμε
και να μην κρύβουμε πόσο πονάμε.

Χρόνια περάσανε και πάντα φίλες,
σοφές πια γίναμε σαν τις καμήλες,
συχνά θυμόμαστε με νοσταλγία
και τη μιμόζα μας και τη γαζία.

Τώρα γελάμε όταν θυμόμαστε,
που κάθε χρόνο πάντα ερχόμαστε
στο πατρικό μου οχτώ του Μάρτη
και που πηδούσαμε κρυφά το φράχτη

κλαδιά να κόψουμε απ' τη μιμόζα
για να τιμήσουμε γιορτή και Ρόζα
και με το άρωμα απ' τη γαζία,
τρέχοντας φεύγαμε για την πορεία

για δικαιώματα και ισοτιμία
αναζητώντας επί ματαίω, την ουτοπία,
αφού τα μάτια μας από αλλεργία,
πάντα θα κλαίνε, στην αδικία.

Μαριάννα Τζανάκη