
ΠΕΡΑΣΤΙΚΕΣ
Τα κορίτσια διαβήκανε ηδυόνειρα
του Μπωντλαίρ, του Φιλύρα και του Ντε Αντρέ.
Τις σιλουέττες τους τις ξεσηκώνει ρα-
διουργώντας η λύρα en passant στο αντρέ
του παράδεισου. Μες στον χορό πετούν
τις εσάρπες τις μεταξωτές· γυμνά
τα κορμιά τους λαχανιάζουν, σαν να πατούν
τα ποδάρια τους επάνω στα γκρεμνά
φασματώδους ορχήστρας, που ξαφνικά
παιανίζει φρενήρεις παλμούς δασιών
παρελάσεων. Ένα ζώο που γρικά,
ενώ αιωρείται εις τους ιστούς σημασιών,
είναι ο άνθρωπος – λένε. Είπα να μπώ
στον κανόνα κι εγώ, κι ευθύς με πατάν
βαριοί οι στίχοι οι μεθύσκοντες του Ρεμπώ:
Les lointains vers les gouffres cataractant!
Και περάσαν, ναι, πέρασαν όλες τους –
στων περάτων τα πέρατα είναι σκιές.
Τα σολ μόνο και τα λα απ’ τις σόλες τους
μού ’χουν μείνει σε ονείρων γλυκών φασκιές.
Γιώργος Κεντρωτής