
Dante Gabriel Rossetti
Μαριάννα
Ι
Στον Άσπρο Πύργο
στην πέρα χώρα,
κόσμος πουλάκια
κι άνθη πληθώρα.
Τι περιβόλια,
δροσιά και μύρα.
Το περιγιάλι
φωτοπλημμύρα.
Στον Άσπρο Πύργο
λες έχει αφήσει
όλα τα χάδια της
γλυκιά μια φύση.
Η γαλανή
τ’ ουρανού γαλήνη
μέσα στο κύμα
τα μάγια λύνει
Κι έχει στα μάτια
κάθε κοράσι
το μαγεμένο
το ακροθαλάσσι.
Οι νιες κει πέρα
πως περπατάνε
κ' έχουν κάτι
σα να σκιρτάνε.
Κ' οι νιοι γλεντάνε
κι έχουν καμάρι
για τις ματιές τους
πούχουνε πάρει.
Κάθε ομορφάδα
γλυκιά και πλάνα
και μέσα σ’ όλες
κ' η Μαριάννα.
Ω Μαριάννα,
ποιός δε σε ξέρει;
Κάθε ματιά σου
κ' ένα νυχτέρι.
Το πέρασμά σου
ποιος θα χορτάσει;
Το καρδιοχτύπι
και το γιορτάσι.
Μα η Μαριάννα
έχει μια θλίψη
σα να της έχουν
τα πάντα λείψει.
Καημός αγάπης
χρόνια τη λιώνει
κι όλο θεριεύει
όσο παλιώνει.
II
Στον Άσπρο Πύργο
η αυγή προβάλλει
δεν την ξανάειδαν
με τέτοια κάλλη.
Γλυκοξυπνούνε
τα μάτια ταίρια,
τώρα που σβήνουν
ψηλά τ’ αστέρια.
Βγήκε τ’ αγέρι
να περπατήσει
μέσα στους κήπους,
πριν να φωτίσει.
Και θα κατέβει
στο ακροθαλάσσι
μ’ όλα τα μύρα
που θα 'χει μάσει.
Μονάχα ας έρθει
γλυκά κι αγάλι,
πάνω στο κύμα
στο προσκεφάλι
Που τη λικνίζει
σαν κοιμισμένη,
την πιο ωραία,
την πιο θλιμμένη.
Μαρία Πολυδούρη
Ι
Στον Άσπρο Πύργο
στην πέρα χώρα,
κόσμος πουλάκια
κι άνθη πληθώρα.
Τι περιβόλια,
δροσιά και μύρα.
Το περιγιάλι
φωτοπλημμύρα.
Στον Άσπρο Πύργο
λες έχει αφήσει
όλα τα χάδια της
γλυκιά μια φύση.
Η γαλανή
τ’ ουρανού γαλήνη
μέσα στο κύμα
τα μάγια λύνει
Κι έχει στα μάτια
κάθε κοράσι
το μαγεμένο
το ακροθαλάσσι.
Οι νιες κει πέρα
πως περπατάνε
κ' έχουν κάτι
σα να σκιρτάνε.
Κ' οι νιοι γλεντάνε
κι έχουν καμάρι
για τις ματιές τους
πούχουνε πάρει.
Κάθε ομορφάδα
γλυκιά και πλάνα
και μέσα σ’ όλες
κ' η Μαριάννα.
Ω Μαριάννα,
ποιός δε σε ξέρει;
Κάθε ματιά σου
κ' ένα νυχτέρι.
Το πέρασμά σου
ποιος θα χορτάσει;
Το καρδιοχτύπι
και το γιορτάσι.
Μα η Μαριάννα
έχει μια θλίψη
σα να της έχουν
τα πάντα λείψει.
Καημός αγάπης
χρόνια τη λιώνει
κι όλο θεριεύει
όσο παλιώνει.
II
Στον Άσπρο Πύργο
η αυγή προβάλλει
δεν την ξανάειδαν
με τέτοια κάλλη.
Γλυκοξυπνούνε
τα μάτια ταίρια,
τώρα που σβήνουν
ψηλά τ’ αστέρια.
Βγήκε τ’ αγέρι
να περπατήσει
μέσα στους κήπους,
πριν να φωτίσει.
Και θα κατέβει
στο ακροθαλάσσι
μ’ όλα τα μύρα
που θα 'χει μάσει.
Μονάχα ας έρθει
γλυκά κι αγάλι,
πάνω στο κύμα
στο προσκεφάλι
Που τη λικνίζει
σαν κοιμισμένη,
την πιο ωραία,
την πιο θλιμμένη.
Μαρία Πολυδούρη