Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Τα κορίτσια διαβήκανε ηδυόνειρα του Μπωντλαίρ, του Φιλύρα και του Ντε Αντρέ...


ΠΕΡΑΣΤΙΚΕΣ

Τα κορίτσια διαβήκανε ηδυόνειρα
του Μπωντλαίρ, του Φιλύρα και του Ντε Αντρέ.
Τις σιλουέττες τους τις ξεσηκώνει ρα-
διουργώντας η λύρα en passant στο αντρέ

του παράδεισου. Μες στον χορό πετούν
τις εσάρπες τις μεταξωτές· γυμνά
τα κορμιά τους λαχανιάζουν, σαν να πατούν
τα ποδάρια τους επάνω στα γκρεμνά

φασματώδους ορχήστρας, που ξαφνικά
παιανίζει φρενήρεις παλμούς δασιών
παρελάσεων. Ένα ζώο που γρικά,
ενώ αιωρείται εις τους ιστούς σημασιών,

είναι ο άνθρωπος – λένε. Είπα να μπώ
στον κανόνα κι εγώ, κι ευθύς με πατάν
βαριοί οι στίχοι οι μεθύσκοντες του Ρεμπώ:
Les lointains vers les gouffres cataractant!

Και περάσαν, ναι, πέρασαν όλες τους –
στων περάτων τα πέρατα είναι σκιές.
Τα σολ μόνο και τα λα απ’ τις σόλες τους
μού ’χουν μείνει σε ονείρων γλυκών φασκιές.

Γιώργος Κεντρωτής

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Μαραμένα, τώρα, τα γιούλια κι οι βιόλες, μαραμένα και τα γιασεμιά... Της μιας δραχμής τα γιασεμιά... Καλό ταξίδι αγαπημένη!



ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΔΡΑΧΜΗΣ ΤΑ ΓΙΑΣΕΜΙΑ

Στων ραντεβού την ερημιά
Στα μακρινά καφενεδάκια
Της μιας δραχμής τα γιασεμιά
Που μας πουλάνε τα παιδάκια

Μαθαίνουν τόσα μυστικά
Που όταν χωρίζει κάθε ταίρι
Μπαίνουν στον κόρφο βιαστικά
Μη παραπέσουν ξαφνικά
Σ' ενός αδιάκριτου το χέρι

Της μιας δραχμής τα γιασεμιά
Λένε στα ξένοιαστα ζευγάρια
Που απ τις αγάπες καμιά
Ποτέ δεν ζει πολλά φεγγάρια

Κι έχει μια μόνη ασχημιά
Ο έρως π' όλους περιπαίζει
Πως για μια νέα γνωριμιά
Τα τελευταία γιασεμιά
Ξεχνιούνται πάνω στο τραπέζι

Και τα δικά μας γιασεμιά
Στο τελευταίο καβγαδάκι
Χωρίς συγκίνηση καμιά
Άφησες στο καφενεδάκι

Κρυφ' από σένα τρυφερά
Εγώ τα μάζεψα κυρία
Κι από ένα φάκελο ξερά
Μου λένε τώρα θλιβερά
Την σύντομη μας ιστορία


Κλέων Τριανταφύλλου (Αττίκ) .. στο πιάνο ο Μίμης Πλέσσας



ΜΑΡΑΜΕΝΑ ΤΑ ΓΙΟΥΛΙΑ

Χτες αργά με ψυχή φορτωμένη
Από θλίψη για σε περισσή
Πήγα μόνη να δω τι απομένει
Απ' τον κήπο που πότιζες εσύ

Την πορτούλα ο κισσός είχε κλείσει
Μήπως ξένος κανείς την διαβεί
Κι είχ' ο χρόνος μ' αγκάθια στολίσει
Τη βρυσούλα που μένει πια βουβή

Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες
Μαραμένα και τα γιασεμιά
Μαραμένες κι ελπίδες μου όλες
Στης καρδιάς μου τη μαύρη ερημιά

Στη γωνίτσα που άλλοτε ανθούσε
Μέσα στα άνθη η δική μας χαρά
Κι εν' ο κήπος τριγύρω μου πενθούσε
Μέσα μου ένιωσα τέτοια συμφορά

Πως το βράδυ μονάχη μιλούσα
Σαν να σ' είχα κοντά μου μαζί
Κι όταν νύχτωσε 'κει που γυρνούσα
Είπα να ζει κανείς η να μη ζει



ΝΑ ΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Η ΝΑ ΜΗ ΖΕΙ

Πολλούς έχουν τρελάνει δυο μαύρα μάτια
Πολλοί καταστράφηκαν για γαλανά
Πολλές καρδιές τα γκρίζα 'καναν κομμάτια
Μα εγώ φοβάμαι τα καστανά

Αυτά μου έλεγ' ένας φίλος μου ένα βράδυ
Κι εγώ γελούσα ειρωνικά
Ως που ένα βλέμμα καστανό γλυκό σαν χάδι
Μια μέρα μ' έκανε να πω σπαραχτικά

Σε μια ζωή καταστραμμένη
Από τον έρωτα μιας καστανής
Σε μια ζωή που δεν σου μένει
Παρά να κλαίς και να πονείς

Σε μια ζωή τυρανισμένη
Που δίχως λόγο πια διαβαίνει
Ζωή πεζή ζωή χαμένη
Να ζει κανείς η να μη ζει

Πόσες φορές δεν είπα να βρω έναν τρόπο
Να μην ξυπνήσω πλέων κάποιο πρωί
Μα δεν το θέλω μήπως της κάνει κόπο
Να με θυμάτε μεσ' τη ζωή

Όχι. Δεν θέλω τα ματάκια της να κλάψουν
Για μένα ούτε μισή στιγμή
Ας παν' χαρούμενα κι αλλού φωτιές ν' ανάψουν
Κι ας περισσέψουνε για μένα οι λυγμοί