Κυριακή 29 Ιουνίου 2008

...κι έπινα το πρόσωπό σου ίσαμε το χάραμα δε μιλούσες, δε γελούσες, μοναχά ταξίδευες. Πες μου μες σε τόσους άντρες τι χαμένο γύρευες;


Έφυγες Ολόγυμνη
Μητροπάνος, Τερζής, Νταλάρας


Είχαμε καλή παρέα, είχαμε και μπαγλαμά
κι έπινα το πρόσωπό σου ίσαμε το χάραμα
δε μιλούσες, δε γελούσες, μοναχά ταξίδευες.
Πες μου μες σε τόσους άντρες τι χαμένο γύρευες;

Είχαμε καλή παρέα κι όλοι τραγουδούσαμε
κι ένα άλλο πεπρωμένο πόσο λαχταρούσαμε!
Κι άξαφνα πετάς τα ρούχα και η νύχτα φώτισε!
Αχ, γι’ αυτό το τσιφτετέλι ποιος θεός σε φώτισε;

Κι αφού χόρεψες λιγάκι, έφυγες ολόγυμνη
κι έσκυβαν και σε φιλούσαν χίλια άστρα κι ουρανοί.
Έτσι διάλυσ’ η παρέα, σώπασε κι ο μπαγλαμάς
κι ήρθε η μοναξιά να κάτσει στα πικρά τα μάτια μας.


Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Τάσος Γκρους

Σάββατο 28 Ιουνίου 2008

Όπως φιλάει ο Μάνθος... κανένας κερατάς! - Τί βάζεις στο φιλί σου Μάνθο μου;


Ο Μάνθος κι η Νόρα(απ' το Ουρανία βγαίνει, αλλά μην το κάνουμε θέμα)


Όπως φιλάει ο Μάνθος... κανένας κερατάς!

Όταν με πρωτοφίλησες ήθελα να πεθάνω,
απ' την απογοήτευση σκέφτηκα να την κάνω.
Όμως το ματασκέφτηκα και είπα ας τονε μάθω,
μπορεί μετά να με φιλά καλύτερα απ' το Μάνθο.
Μα εσύ ήσουν ανεπίδεκτος, αληθινό κοκόρι
ήθελε χρόνο να γενεί αντρούκλα το αγόρι.
Κι εγώ πολύ βαριόμουνα να κάνω τη δασκάλα
αφού ήταν χάλια το φιλί, φαντάστηκα τα άλλα.
Έτσι λοιπόν σε άφησα με πόνο, είναι αλήθεια
και για να μη μου ευνουχιστείς, σου είπα παραμύθια,
πως τάχα μου φοβήθηκα το φοβερό μας πάθος,
ότι θα μας τσουρούφλιζε κι αυτό θα ήταν λάθος.
Σα χάνος έχαψες εσύ όλη την ιστορία
ότι αυτό το πάθος μας θα ήταν τραγωδία.
Έτσι εύκολα ξεμπέρδεψα και γύρισα στο Μάνθο,
όπου δεν είχα και πολλά ακόμα να του μάθω,
μονάχα όταν με φιλά και που πολύ μ'αρέσει,
να μου χαϊδεύει τα μαλλιά, κρατώντας με απ' τη μέση.

Μαριάννα Τζανάκη

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008

Κυρίαι μη εις στεναγμούς περνάτε τον καιρόν· δόλιον είναι σμήνος το γένος των ανδρών. Επί της γης ο εις των πους, κι' ο άλλος στο νερόν...


Φωτό: Irving Penn! Χρειάζονται λόγια;


Προς τας Κυρίας

Sigh no more, ladies, sigh no more
Men were deceivers ever, etc. etc.

SHAKESPEARE

Κυρίαι μη εις στεναγμούς
περνάτε τον καιρόν·
δόλιον είναι σμήνος το γένος των ανδρών.
Επί της γης ο εις των πους,
κι' ο άλλος στο νερόν,
επιμονήν δεν δείχνουν εις έργον ή σκοπόν.
Μη στενάζετε, λοιπόν,
μη πενθήτε δια λεπτόν,
ίνα ευτυχισμέναι ήσθε ζήσετε μακράν αυτών!

Μη πλέον, θλιβερά φωνή,
των πενθηρών ωδών
ψάλλετε τα παράπονα στα ώτα των κωφών·
η πλάνη των διαγωγή
είναι αρχαίον κακόν
ωσάν το πρώτον θέρος 'που εφάνη ανθηρόν.
Μη στενάζετε, λοιπόν,
μη πενθήτε δια λεπτόν
ίνα ευτυχισμέναι ήσθε ζήσετε μακράν αυτών!

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Πηγή: cavafis.compupress

Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

Έκλεινε τα μάτια της και προσποιούνταν πως ήταν μια άλλη. Παλιά της συνήθεια. Όταν με κοίταζε, προσπαθούσε να είναι αυτή που εγώ ήθελα...



TRANSFORMERS ΔΙΧΩΣ DISERTICONS

Έκλεινε τα μάτια της και προσποιούνταν πως ήταν μια άλλη. Παλιά της συνήθεια. Όταν με κοίταζε, προσπαθούσε να είναι αυτή που εγώ ήθελα (χωρίς να της το πω) να είναι για μένα... αλλά αυτό είναι μια παλιά ιστορία. Ας επιστρέψουμε στη συνήθειά της. Κάποιες φορές λοιπόν, δεν της έφτανε να είναι μια άλλη... Καταλαβαίνεις, δεν έβρισκε αψεγάδιαστο εαυτό απέναντι στους άλλους, απέναντι στον εαυτό της. Τότε προσποιούνταν πως ήταν διάφορα πράγματα: ένα παράθυρο, ένα δέντρο, μια θάλασσα, ένα σκισμένο εισιτήριο κάποιας ματαιωμένης διαδρομής, ο κούκος που έβγαινε απ' το παλιό ρολόι, ένα σύννεφο βαμμένο ηλιοβασίλεμα, μια υπόγεια μουσική...
Γάμησέ τα φίλε μπερδεμένη υπόθεση. Κι είναι που επιθυμούσε διακαώς να βάλει σε μια τάξη τη ζωή της. Μού 'λεγε πως κάποτε όλοι θα καταλήξουμε σε ένα αντικείμενο μα όταν τη ρωτούσα, έκανε πως δεν ήξερε.

Όποτε την θυμάμαι τώρα, τρίζουν συθέμελα εκείνο το μικρό διαμερισματάκι στην Αθηνάς 7 στην Άνω Πόλη αλλά και όλα τα ξενοδοχεία της Καβάλας, όπου άνθισε και μαράζωσε ο έρωτάς μας.
Όσο για κείνο το αντικείμενο... μή με ρωτάς ούτ' εμένα. Όταν θ' απογίνουμε, δεν θά μαστε εδώ να δούμε τί τελικά απογίναμε. Άν και κάπου πάει το μυαλό μου.

Αθανάσιος Κούρτης, Άσμα Ασμάτων

Une Liaison Pornographique...



Μια Πορνογραφική Σχέση (Une Liaison Pornographique)

Μία από τις αγαπημένες μου ταινίες του υπέροχου γαλλικού ρεαλιστικού σινεμά. Του κινηματογράφου που δείχνει ακριβώς τη ζωή. Ούτε πιο όμορφη, ούτε πιο άσχημη. Ούτε τρομαχτική, ούτε ρόδινη. Δείχνει ζωή.

Nathalie Baye , Sergi Lσpez



Σημείωμα του σκηνοθέτη Frederic Fonteyne

Ο σεναριογράφος Φιλίπ Μπλασμπάν μού μίλησε αρχικά για μια ιδέα που είχε για ένα μυθιστόρημα με τον τίτλο Μια Πορνογραφική Σχέση. Το θέμα μού τράβηξε το ενδιαφέρον και αμέσως εξέφρασα την επιθυμία να το κάνω ταινία. Πρόκειται για μια αληθινή ερωτική ιστορία. Ένας άνδρας και μια γυναίκα συναντιούνται για ένα συγκεκριμένο σκοπό, το σεξ, αλλά δεν αργούν να ερωτευτούν ο ένας τον άλλον.
Κάθε ιστορία αγάπης είναι ιδιαίτερη, μοναδική, πρωτότυπη... μία συνάντηση στο γραφείο, στο δρόμο, σε ένα πάρτι, μέσω κοινών φίλων.
Τί είναι αυτό που θα τους οδηγήσει να πούνε μια μέρα το ‘Σ’αγαπώ’;
Και τί τους κάνει να χωρίσουν;
Αυτό που μένει μετά από μία ιστορία αγάπης δεν είναι η αγάπη, αλλά η ανάμνηση της ιστορίας: πώς ξεκίνησε, τι συνέβη, τι θυμάται κανείς και τι έχει ξεχάσει.
Μου αρέσει πολύ το ακόλουθο χαρακτηριστικό της ταινίας: δύο άνθρωποι μάς λένε όσα είναι διατεθειμένοι να αποκαλύψουν, μπροστά στην κάμερα.
Είναι μια ανάγκη που όλοι έχουμε: να εκφράσουμε τα αισθήματα και τον πόνο μας, να μιλήσουμε γι’αυτά, να τα μοιραστούμε και να τα ξαναζήσουμε.
Μου αρέσουν οι διαφορές, σημαντικές ή όχι, ανάμεσα στις δύο ιστορίες, του άνδρα και της γυναίκας. Επίσης, με ενδιαφέρουν πολύ οι μικρές σιωπές, τι υπάρχει ανάμεσα στα λόγια. Εστιάζω στα πρόσωπα, τα οποία μιλούν και ενθυμούνται.
Γι’αυτόν το λόγο, το ρομάντζο είναι πορνογραφικό.
Ξεγυμνώνεται.
Είναι αισχρό, επειδή είναι πολύ προσωπικό.
Δεν είναι το σεξ, είναι τα λόγια.
Για μένα, μια ερωτική ιστορία έχει αρχή, μέση και τέλος. Και το τέλος είναι αυτό που την κάνει άξια να ειπωθεί.


(Σημείωμα του σκηνοθέτη Frederic Fonteyne, στα production notes της ταινίας)

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

Χτυποκάρδια στο θρανίο... Η λιποθυμία

Πλησίαζαν οι εξετάσεις του Ιουνίου. Μας φέρθηκε σπαθί. Μας έδωσε όλα τα SOS που πραγματικά ήταν επιλεγμένα με σοβαρότητα, υπευθυνότητα, κρίση ανθρώπου που θέλει να μείνει ουσιαστική γνώση στους μαθητές και όχι να τους εκδικηθεί με την εξουσία της ύλης. Ένιωσα απίστευτες ενοχές για την αρχική επιπόλαια και παιδιάστικη αντίδρασή μου, αλλά κυρίως ηλίθια για την κρίση μου, που είχαν δίκιο τα παιδιά, ήταν μια άμυνα, ασυνείδητη, επειδή μου άρεσε από την πρώτη στιγμή σαν άντρας. Όλα τα υπόλοιπα, ήταν για ανοήτους. Και κανείς δεν ήταν.
Ένιωθα να με παίρνει από κάτω. Ντρεπόμουν σχεδόν να τον κοιτάξω. Διέκρινα στα μάτια του μια χαμογελαστή συγκατάβαση, ως τρυφερότητα κι αυτό με κουρέλιαζε χειρότερα. Το ένιωθα να 'ρχεται και το απωθούσα στα βάθη του μυαλού πανικόβλητη. Επιστράτευα τη λογική και την αυτοκυριαρχία μου, που πάντα ήμουν πολύ υπερήφανη γι αυτές τις δυο, όχι και τόσο θηλυκές μου ιδιότητες, και έλεγα μέσα μου: Μαργαρίτα, μην τολμήσεις ούτε να το σκεφτείς, ούτε να το ξεστομίσεις! Και απαντούσα μόνη μου: Μα δεν τίθεται θέμα, ηρέμησε! Και με ησύχαζα προσωρινά.
Την τελευταία ημέρα των μαθημάτων κι αφού μας είχαν δώσει πρόγραμμα εξετάσεων, την προτελευταία ώρα, είχαμε Γαλλικά, χτυπάει η πόρτα κι εμφανίζεται ο Κατιφές. Η καρδιά μου ταμπούρλο. Δεν είναι δυνατόν να ταράζομαι σκέφτηκα, άνευ λόγου. Κι άρχισα πάλι τις αυτοεντολές: Μαργαρίτα ηρέμησε!
Κάτι είπε στην Γαλλικού και αυτή του χαμογέλασε ναζιάρικα και του είπε: - Πολύ ευχαρίστως κ. Κατιφέ! Μην το συζητάτε...
Εκείνος στρέφεται προς το μέρος μου και μου λέει:
- Καπετανάκη, πάρε το απουσιολόγιο και αυτούς τους χάρτες και πάμε Γραφείο. Είχε ήδη πάρει αγκαλιά τα τρία τέταρτα από τους χάρτες της τάξης μας.
- Μάλιστα, απαντάω εγώ και τον ακολουθώ.
- Με συγχωρείς που σε παίρνω από το μάθημά σου, αλλά χρειάζομαι τη βοήθειά σου.
- Δεν πειράζει. Πείτε μου τί θέλετε να κάνω.
- Θα σου πω, μου λέει και μου παίρνει τους χάρτες από τα χέρια, ενώ ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα των χεριών μας, με έκανε να χάσω το χρώμα μου.
- Βρε καλώς το το κορίτσι! με συνεφέρνει η φωνή του Φυσικού. Στεκόταν όρθιος με την τσάντα του στο χέρι και μου χαμογελούσε.
- Γεια σας κ. Καρρά! ψέλλισα.
- Τί έγινε Λεωνίδα φεύγεις; τον ρωτάει ο Κατιφές. Ο Καρράς χαιρέτησε και έφυγε.
- Μαργαρίτα, έλα δω κορίτσι μου. Κάθισε στο γραφείο απέναντι και ξεκινάμε από την αρχή του τελευταίου τριμήνου. Έχω μπροστά μου τον κατάλογο, θα μου διαβάζεις τους απόντες της κάθες μέρας. Εντάξει;
- Μάλιστα.
Διάβασα τις μισές απουσίες, ειδικά των αγοριών που είχαν πολλές. Το ήξερε, είμαι σίγουρη. Δεν ρώτησε τίποτα. Ούτε έκανε επανέλεγχο. Τί θα κάνω; Δεν αντέχω το βλέμμα του. Με κοιτάει παράξενα. Γιατί όμως; Έχει γούστο να φαίνομαι! Θα έχω κοκκινίσει. Το ένιωθα. Παντζάρι θα είμαι! Χριστέ μου!
Χτυπάει κουδούνι για διάλειμμα και ασυναίσθητα γυρίζω και τον κοιτάω. Μου χαμογελάει.
- Τί; Πειράζει που θα σου φάω το διάλειμμα;
- Όχι, όχι. Καθόλου.
- Λοιπόν, αφού τελειώσαμε με τις απουσίες, ας κάνουμε μια καταγραφή των χαρτών. Γράφε εδώ τους χάρτες που θα σου διαβάζω.
- Ένα, Γεωφυσικός Ελλάδας. Δύο, Πολιτικός Ελλάδας... τον άκουγα μηχανικά και έγραφα εντελώς αφηρημένα, χαμένη στον ωκεανό μιας κραυγής και μιας σιωπηλής απόγνωσης, στην αναπόφευκτη παραδοχή του ότι είμαι όχι απλά ερωτευμένη, αλλά τρελά ερωτευμένη μαζί του.
- Οκτώ, Παγκόσμιος Οικονομικός Χάρτης...
- Μισό λεπτό... δεν... δεν... νιώθω καλά κι έκανα αέρα με το χέρι μου.
- Τί; Μαργαρίτα! Μαργαρίτα!!!!
Συνήλθα από την στριγκιά φωνή του «αύτο κάτω» που μιλούσε στη μητέρα μου στο τηλέφωνο και με τη Λίνα να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και να μου κάνει αέρα μ' ένα χαρτόνι.
- Όχι, όχι μην ανησυχείτε, θα την φέρουμε εμείς στο σπίτι αμέσως τώρα. Μάλλον υπογλυκαιμική κρίση ήταν, κάνει και πολλή ζέστη για την εποχή.
- Πώς είσαι παιδί μου καλύτερα; Μας τρόμαξες. Ευτυχώς που δεν έπεσες! Έπεσες πάνω στο γραφείο και σε πρόλαβε ο κ. Κατιφές.
- Συγγνώμη...
- Τί συγγνώμη Μαργαρίτα; Από μας; Εσύ να είσαι καλά. Αυτά κάνετε παιδί μου με τις δίαιτες και την κακή διατροφή. Τα λέω και στην Αγγελική, δεν ακούει.
- Μαργαρίτα! Όλα εντάξει; Κατατρόμαξα... ακούω τη φωνή του Κατιφέ. Μου γελούσε. Μα έτσι λιποθυμάνε κορίτσι μου μπαμ και κάτω; Πες μια κουβέντα πρώτα. Ζήτα άδεια. Τί έχουμε πει; Γελάσανε όλοι σε μια προσπάθεια να με κάνουν να νιώσω καλύτερα.
- Συγγνώμη κ.Κατιφέ, ψέλλισα έτοιμη να κλάψω.
- Σταμάτα παιδί μου και πάμε. Είσαι έτοιμη;
- Πού πάμε;
- Σπίτι σου. Θα σε πάω σπίτι δε φαντάζομαι να θες να περιμένεις μια ώρα ακόμα τα πούλμαν.
- Μα είμαι καλά... δε χρειάζεται. Ειλικρινά.
- Αν έβλεπες το χρώμα σου, δε θα ήσουν και τόσο σίγουρη Μαργαρίτα, μου λέει ο «αύτο κάτω».
- Έλα πάμε. Λίνα έφερες τα πράγματά της που σου είπα;
- Μάλιστα κύριε. Εδώ είναι όλα.
- Σας ευχαριστώ κ.Κατιφέ, του λέει ο Λυκειάρχης. Περαστικά σου παιδί μου. Και να τρως. Έχετε εξετάσεις σε λίγο. Προσέξτε μην αρρωστήσετε.

Βγαίνω με τη Λίνα στο πεζοδρόμιο περιμένοντάς τον να βγει από το γκαράζ. Προσπαθώ μάλλον ανεπιτυχώς, να κρύψω την ταραχή μου, αν κρίνω από το γελαστό βλέμμα της Λίνας.
- Έλα, ήρθε. Στο καλό και περαστικά! Θα σε πάρω αργότερα τηλέφωνο.
- Ευχαριστώ Λινάκι...
Βγαίνει έξω και μου ανοίγει την πόρτα του σκαραβαίου.
- Ευχαριστώ, ψελλίζω.
- Είσαι καλύτερα; μου λέει φορώντας κι αυτός τη ζώνη του.
- Σας είπα είμαι μια χαρά, δεν χρειαζόταν να μπείτε στον κόπο. Απλά ήμουν νηστική όλη μέρα και με τη ζέστη...
- Κόπος ε; λέει και γελάει. Εσύ έτσι θα ένιωθες αν έπρεπε να κάνεις για μένα το ίδιο;
- Όχι φυσικά!!! Απαντάω έντονα και γελάσαμε ταυτόχρονα. Τί ωραίος που είναι όταν γελάει ρε γαμώτο! Γελούν και τα μάτια του λες και συμμετέχουν συνωμοτικά.
Χαλάρωσα λίγο. Ένιωθα όμορφα. Απολάμβανα τις στιγμές δίπλα του, τη μυρωδιά του αυτοκινήτου του, τη μυρωδιά του... Είχε πάρει τον παραλιακό για το σπίτι μου και η θάλασσα ήταν σε μεγάλα κέφια. Της έκανε παιχνίδια ο ήλιος λαμπυρίζοντας στα νερά της, πολύ ερωτικά. Ή εγώ τα έβλεπα έτσι; Πατάει το κουμπί στο ραδιόφωνο. Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε καραβάκια στο Αιγαίο δε με βλέπετε καλέ... τραγουδούσε η Μοσχολιού λες κι ήταν στο κόλπο. Ούτε βαλτή να ήταν!
- Όταν είναι να στρίψω θα μου πεις έτσι; μου λέει χαμογελαστά και τρυφερά(ή έτσι ήθελα να είναι;)
- Ναι ναι, μην ανησυχείτε. Έχουμε δρόμο ακόμα.
- Ωραία! κάνει χαρούμενος. Θέλω να πω, απολογείται αμέσως, πως είναι πολύ ωραία διαδρομή αυτή και είναι όμορφη η θάλασσα αυτή την ώρα.
- Η καρδιά μου αναγάλλιασε, αλλά δεν έβγαλα κιχ. Ναι, είπα αδιάφορα τάχα μου, πολύ ωραία ώρα!
Μοσκοβολούσε φρέσκο ψάρι και χταπόδι ψητό στα παραλιακά ταβερνάκια και μας είχε σπάσει τη μύτη. Μμμμμ... έκανα. Κοιταχτήκαμε και γελάσαμε!
- Πεινάς; μου λέει γελαστά.
- Σαν λύκος! (για ένα φιλί σου σκεφτόμουν, αλλά έβγαινε η συνετή Μαργαρίτα από μέσα μου με το μαστίγιο και με έβαζε στη θέση μου). Μετά την ταβέρνα του Γαλανού πάμε αριστερά, είπα.
- Εδώ είμαστε λοιπόν. Ωραία.
- Δυστυχώς... μου ξέφυγε και δαγκώθηκα αμέσως. Τον κοίταξα ταραγμένη και αμέσως άρχισα να εξηγώ πως ήταν ωραία η θάλασσα κι άλλες αρλούμπες. Χαμογελούσε ικανοποιημένος...
- Ναι συμφωνώ. Ήταν ωραία διαδρομή.
Η μητέρα μου ήταν στην βεράντα ανήσυχη. Έκανε νόημα μόλις μας είδε, να μπει μέσα με το αυτοκίνητο. Φάνηκε να διστάζει.
- Σας παρακαλώ!!! Ελάτεεεε... μου ξέφυγε κι αυτόματα στρίβει και διασχίζει τον κήπο προς το σπίτι.

Μαριάννα Τζανάκη

Συνεχίζεται

Κυριακή 8 Ιουνίου 2008

Χτυποκάρδια στο θρανίο... Η εκδρομή...


Στο διάλειμμα έγινε χαμός. Όλη η τάξη σε αναβρασμό. Πλησιάζω αγριεμένη την παρέα των αγοριών που ήταν μαζεμένα στην άκρη της αυλής, στην περιοχή «παρτέρια» όπως τη λέγαμε.
- Ναι ρε βλαμμένα. Γλείφτε ρε! Γλείφτε το λουκουμά! Θα σας θυμηθεί στο τέλος να σας χώσει μια μοναδούλα παραπάνω. Φτουουου!
- Πας καλά μωρέ Μαργαρίτα; Ή σε θόλωσε ο έρωτας; Από την πρώτη στιγμή τον αντιπάθησες αυτόν και δεν είναι κακός, απλά είναι τσαμπουκάς και δε μασάει. Μήπως η μεγάλη αντιπάθεια...
- Μαργαρίτα έχει δίκιο ο Νικόλας, τον έκοψε η Λίνα ξέροντας ότι μπορεί και να ορμούσα. Δεν είναι κακός. Πρέπει όμως να σταθεί μες στα θηρία και είναι νέος. Κάπως πρέπει να μας κουμαντάρει.
- Οκ παίδες. Τέλος. Φάτε τον στη μάπα. Εγώ δεν τον πάω τον παλιοείρωνα, τον μαγκίτη και θα τον κοντράρω όσο με παίρνει. Κι αφήστε με μόνη μου. Να ξέρετε όμως πως αυτός θα μας διαλύσει. Να δείτε που θα πάρει και τους άλλους με το μέρος του και θα μας αλλάξουν τον αδόξαστο. Ο «αύτο κάτω» δεν τον έφερε τυχαία.
Κι έπειτα κύλησε ο καιρός κι η ιστορία, σχετικά ήρεμα. Ο Κατιφές, μάλλον δεν ήταν κακός, όπως τον φανταζόμουν. Δεν είχε κακό σκοπό. Κι αυτό αποδείχτηκε σε πολλές περιπτώσεις. Μας πέτυχε όλους να καπνίζουμε στο κοντινό καφενεδάκι του κυρ Ανέστη που την κάναμε σε ωριαίες κοπάνες, στην «Ωραία Ελένη», το όνομα της Ανέσταινας, που μόνο ωραία δεν ήταν , αλλά ήταν ωραία ψυχή κι έτσι κόλλαγε μια χαρά, και το μόνο που μας είπε ήταν:
- Σιγά ρε μην κάψετε τα μουστάκια σας! Και γέλασε...
Εκτιμήσαμε το ότι δεν έκατσε να πιει καφέ και να μας τη σπάσει αλλά έφυγε, και φυσικά το ότι δεν το σχολίασε πουθενά. Έφτασε να γίνει ο αγαπημένος της τάξης, ειδικά όταν στην εκδρομή στην Πελοπόννησο, κάλυψε την Ελένη τη Μανέτα, που είχε έρθει ο καλός της που σπούδαζε στην Αθήνα με ένα σαραβαλάκι να τη δει, γιατί στο νησί δεν έπαιζε να έρθει, αφού ο πατέρας της του είχε μηνύσει ότι θα του κόψει τα πόδια και τα χέρια και θα τα δώσει στα σκυλιά, αν την ξαπλησιάσει, όταν τους έκανε τσακωτούς μεσάνυχτα να φιλιούνται στο μπαλκόνι της όπου είχε σκαρφαλώσει ο Λιας. Γιατί ο Λιας αν και παίδαρος και με μυαλό, ήταν πάμφτωχος και γιος της Σταυρούλας της χήρας που έκανε μεροκάματα να ζήσει, ενώ ο Μανέτας ήταν τσιφλικάς. Η Ελένη λοιπόν σε όλη την εκδρομή την είχε κάνει διακριτικά με τον Λια και θα την έφερνε στις 5 όπως είχαμε κανονίσει, ενώ τα πούλμαν θα έφευγαν στις 6. Η ώρα ήταν 5.30 είχαμε παραταχθεί σε γραμμές, οι καθηγητές έπαιρναν παρουσίες, ο «αύτο κάτω» ούρλιαζε και σφύριζε σαν λυσσασμένος, εμείς όλοι κάθιδροι, ο Κατιφές χαμπάριασε αμέσως ότι έλειπε η Ελένη και καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, φυσώντας ξεφυσώντας. Όταν έφτασε η ώρα για επιβίβαση λέει ο Κατιφές δυνατά.
- Μα καλά η Μανέτα ακόμα δε γύρισε από το Φαρμακείο; Λέτε να μη βρήκε; Μήπως να πάει κάποιος να την ψάξει; Καπετανάκη για ρίξε μια ματιά παιδί μου τριγύρω.
Ενώ παράλληλα τον άκουσαν τα παιδιά να λέει στο Δράκουλα ότι η κοπέλα είχε πρόβλημα γυναικείας φύσης και πανικόβλητη είχε φύγει ψάχνοντας φαρμακείο ή κάποιο σουπερμάρκετ, να μη γίνει ρεζίλι και ότι ο ίδιος της είχε δώσει άδεια. Κι ενώ το μάτι του Δράκουλα είχε γυαλίσει, με το που του είπε αυτό ο Κατιφές ηρέμησε και είπε:
- Μα φυσικά, καλά κάνατε, να το περιμένουμε το κορίτσι, αλίμονο.
Εγώ έτρεξα και βγήκα στην άσφαλτο στον κεντρικό δρόμο, ψάχνοντας απεγνωσμένα και μην ξέροντας κατά πούθε να κάνω, όταν ξαφνικά σταματάει απέναντι, ένα ΙΧ άγνωστο και με άγνωστο οδηγό, όπου βγαίνει ένα κουρέλι η Ελένη και ένας κατάχλωμος Λιας. Εξαφανίσου του λέω. Τα λέμε.
- Τί έγινε ρε βλαμμένο; Τί πάθατε; τη ρωτάω ενώ τρέχαμε στο πλάτωμα κάτω που ήταν τα πούλμαν.
- Άσε Μαργαρίτα, τέτοια γκαντεμιά, τέτοιο φάσκελο...
- Τί ρε; Λέγε...
- Χάλασε το γαμη^#$νο το παλιοσάραβαλο του Λια. Βγήκαμε στη δημοσιά με τα πόδια, κάναμε ωτοστόπ και τελικά μας έφερε το παλικάρι που είδες που μας λυπήθηκε. Με πήρανε χαμπάρι ε; Χριστέ μου καταστράφηκα. Θα τα πούνε όλα στον πατέρα μου!
- Ηρέμησε ρε. Σε κάλυψε ο Κατιφές. Είπε ότι έψαχνες φαρμακείο και του πήρες άδεια.
- Παναγιά μου! Εσείς το είπατε του Κατιφέ;
- Όχι μόνος του κατάλαβε και σε κάλυψε.
- Έλα ρε ο γλυκός μου! και βάζει τα κλάματα.
Με το που σκάμε μύτη στο πλάτωμα αλαφιασμένες, όλοι έβγαλαν αναστεναγμούς ανακούφισης.
- Όλα εντάξει Μανέτα; ρωτάει ο Κατιφές.
- Ναι κύριε σας ευχαριστώ, συγγνώμη που σας καθυστέρησα, αλλά δεν έβρισκα φαρμακείο κοντά.
- Δεν πειράζει... δεν πειράζει... αλλά άλλη φορά να τα προβλέπετε ΚΑΙ αυτά, λέει ο «αύτο κάτω» απευθυνόμενος αυστηρά, στις δυο καθηγήτριες υπεύθυνες του κινητού φαρμακείου που ένιωσαν ένοχες που δεν είχαν προβλέψει σερβιέτες.
Περιττό φυσικά να πω ότι μετά απ' αυτό ο Κατιφές έγινε ο σούπερ Ήρωας του σχολείου και όχι μόνο. Του νησιού! Τον καμαρώναμε όλοι. Ε ναι, κι εγώ... πολύ.

Μαριάννα Τζανάκη
Συνεχίζεται

Χτυποκάρδια στο θρανίο! 33ο Λύκειο Άνω Κάτω Σκάλα, Αρφαδίας... κάπου στο Αιγαίο.

Το καινούργιο φρούτο εθεάθη με κοστούμι μαύρο, λευκό πουκάμισο και κλασική ριγέ γραβάτα κοκκινομπλέ, στην πρωινή προσευχή ανάμεσα στους άλλους καθηγητές και δίπλα απ' τον Κρίστοφερ Λη. Μαλλιά καστανόξανθα σγουρά, μάτια μελιά, χείλη γραμμένα, κλασικό θεληματικό πηγούνι και μέτωπο νορμάλ. Δηλαδή, του χεριού μας. Τα μεγάλα μέτωπα φοβόμασταν εμείς. Ηλικία καμιά εικοσπενταριά, εικοσιεφτά το πολύ. Δεν ήταν και κανένας δίμετρος, όμως είχε τετράγωνους ώμους, γυμνασμένο κορμί και μμμμ... αν και το σακάκι κάλυπτε, ωστόσο φάνηκε να έχει τα οπίσθια του Κέβιν Κόστνερ, Θε μου φύλαε τις μαθήτριες.
Ταραχή στις γραμμές των κοριτσιών και σούσουρο, γελάκια, αγκωνιές και σπρωξίματα. Παγωμάρα και κάποια ειρωνικά επιφωνήματα και μουγκρητά, σε στυλ «σιγά το γόη... κότες!» από τις γραμμές των αγοριών.
Μετά το ευγενές "βγάλτε το σκασμό" του Δράκουλα και αφού προσευχηθήκαμε κατανυκτικώς, δηλαδή απολύτως μηχανικά κι έχοντας όλη την κόλαση στο νου, τραβήξαμε τις δέουσες προσοχές και καταλήξαμε σε ανάπαυση, που σήμαινε: ανακοίνωση.
Και όντως ακούμε τη στριγκιά φωνή του "Αύτο κάτω"(ένα από τα παρατσούκλια του Λυκειάρχη-Δράκουλα-Κρίστοφερ Λη, ο οποίος μην σ' έβλεπε να κρατάς οτιδήποτε στο χέρι σου, πάθαινε υστερική κρίση και ούρλιαζε, "αύτο κάτω"), να μας λέει ότι: Ο κ. Κατιφές είναι ο νέος σας φιλόλογος και θα κάνει και θρησκευτικά στην Α' Λυκείου.
Μάλιστα. Δέσαμε. Σκεφτήκαμε όλες οι μοιραίες, που στην Α' Λυκείου, νιώθαμε τουλάχιστον 30άρες, αφού είχαμε αρχίσει τους έρωτες από τα 12 και πλέον είχαμε φοβερές εμπειρίες από καυτά φιλιά μέχρι και αγκαλιές κινηματογραφικές καθαρά. Παραπέρα δεν το συζητάμε, διότι ήμασταν και κόρες καλών οικογενειών και την τιμή μας την είχαμε καμάρι μας, σαν όλες τις γνήσιες Αρφαδιανές καπετάνισσες. Γιατί είχαμε πολλές καπετάνισσες στο νησί με όνομα τρανό. Δε θα τις προδίδαμε εμείς οι νέες και μάλιστα με Αρφαδιανό, να μας βγάλει βούκινο!
Το φρούτο λοιπόν, μπήκε πρώτη ώρα στην τάξη μας. Δεν ήταν και τόσο του χεριού μας όπως μας φάνηκε. Τράβηξε και κάτι ζοριλίκια και ψιλοψαρώσαμε.
- Ααααααα... Κορίτσια δε θα τα πάμε καλά με δαύτον μου φαίνεται, είπε η Μυτιληναίου. Η Πόπη ανήκε στα φυτά, στην κατηγορία των ψυχανθών, μαζί με την Κάτια τη Φασούλα και τη Ρίτα τη Μπογδάνου. Τις είχαμε κατατάξει στα ψυχανθή λόγω πεταλουδίσιας χάρης, μιας ελαφράδας στο μυαλό κι άλλης μιας στην ηθική.
- Εδώ δε θα παίξουμε καπεταναίοι, μας λέει. Μάθημα θα γίνεται κανονικά κι όποιος νομίζει ότι του πέφτει βαρύ να είναι κανονικός και σοβαρός άνθρωπος, είναι ελεύθερος να του δίνει, από τώρα κιόλας. Με απουσία φυσικά(το θρίαμβο στο μάτι θα στον κόψουμε, είπα μέσα μου). Αλήθεια ποιός είναι απουσιολόγος;
Σήκωσα χέρι απρόθυμα, σα να του έλεγα, δεν πας να κουρεύεσαι...
- Πώς σε λένε παιδί μου;
- Καπετανάκη.
- Καπετανάκη;
- Καπετανάκη. Τί δεν καταλάβατε;
- Μάλιστα. Πολύ εξυπνάδα πέφτει εδώ μέσα. Λέγε παιδί μου ολόκληρο το όνομά σου!
Έβαλε λίγη ένταση παραπάνω στη φωνή, την οποία ακολούθησα και φώναξα:
- Μαργαρίτα Καπετανάκη!
Είδα μια υποψία γέλιου στο βλέμμα του, αλλά και θριάμβου, που την εξέλαβα ως θα στον σπάσω εγώ τον τσαμπουκά, κι έγινα πύραυλος. Του έριξα ένα βλέμμα κεραυνό.
- Λοιπόν, άκου Καπετανάκη και όλοι οι καπεταναίοι εδώ μέσα. Στο σχολείο ερχόμαστε...
Κι έβγαλε το κλασικό καθηγητικό λογύδριο το οποίο κι ακούγαμε με όλη μας την αδιαφορία και την ειρωνεία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα.
Μας γλίτωσε το χτύπημα του κουδουνιού στο άκουσμα του οποίου πεταχτήκαμε όλοι επάνω έτοιμοι να ορμήξουμε στην πόρτα.
- Παλουκωθείτε αμέσως κάτω! βγάζει μια κραυγή και βαράει κι ένα χτύπημα στην έδρα που εκσφενδονίστηκαν τα μολύβια και ότι ελαφρό υπήρχε επάνω, στο πρώτο θρανίο και στο κεφάλι της Σίσσυς της Νικολάου, μιας κοπελιάς που κανείς δεν ήξερε γιατί ερχόταν σχολείο ακριβώς, η οποία πετάχτηκε πάνω έντρομη ουρλιάζοντας:
- Σιγά καλέ κύριε! Το βάζοοοο! Το βάζο!
Όντως ένα βάζο με τριαντάφυλλα που είχε φέρει εχθές η Μαλωλίδου, αφού χοροπήδησε κάμποση ώρα πάνω στην έδρα, αποφάσισε για καλή τύχη της Σίσσυς να μην πέσει και σταθεροποιήθηκε στη θέση του, χορεύοντας αργά και βασανιστικά.
Ο τύπος γράφει τη Σίσσυ κανονικά και γυρνώντας προς όλους μας, λέει:
- Διάλειμμα τέλος. Θα βγείτε στο επόμενο ΑΝ είσαστε άνθρωποι!
Ένα έντονο βουητό διαμαρτυρίας βγαίνει απ' όλη την τάξη, δεν είναι δίκαιο, δεν είναι σωστό...
- Σκασμός!!! Και βροντά το χέρι πάλι στην έδρα. Το βάζο χοροπήδηξε, η Σίσσυ έβγαλε μια κραυγή τρόμου.
- Ν' αλλάξεις θρανίο αν ενοχλείσαι, της γαύγισε.
- Όχι κύριε, μια χαρά είμαι, λούμωξε εκείνη. Γιατί την βόλευε εκεί που ήταν. Ήταν ακριβώς κάτω από την έδρα και δεν την έβλεπαν καν οι καθηγητές και την ξεχνούσαν. Κι ήταν ήσυχοι εκατέρωθεν.
- Για ανοίξτε τα βιβλία σας! Καπετανάκη για φέρε μου το βιβλίο σου!
Του το έδωσα απρόθυμα και βαριεστημένα και η Λίνα έσπρωξε το δικό της στη μέση του θρανίου για να το μοιραστούμε.
- Για διάβαζε εσύ, λέει στον Καραμιχελή.
Αρχίζει ο Καραμιχελής να διαβάζει, ενώ στην τάξη επικρατούσε νεκρική σιγή.
Είχαμε χάσει λίγο τα νερά μας και ψαχνόμασταν. Πρώτη φορά μας καθότανε τέτοιος κάλος. Ιδιωτικό ήταν ρε γαμώτο. Πληρώνανε οι γονείς μας! Θέλαμε μια μεταχείριση κυριλέ. Αλλιώς να πάμε στο κωλοδημόσιο να μην τα σκάμε κιόλας!
- Άει σιχτίρ με το βλαχαδερό, που νομίζει πως με έναν ωραίο κώλο, θα κάνει κι ότι θέλει.
- Σκάσε μωρ' τρελή θα μας ακούσει και θα μας στείλει εξορία ο τύραννος! Ωραίος ρε γαμώτο ο χαμένος όμως ε;
- Πλάκα μου κάνεις ρε Λίνα; Σ' αρέσει η καραβλαχάρα; Κοίτα χωρίστρα! Κοίτα φρύδι! Απαπαπαπα. Δε μου λέει... τίποτα όμως.
- Να συνεχίσει η Καπετανάκη! ακούστηκε επιτακτική η φωνή του.
- Εγώ;
- Όχι. Η άλλη Καπετανάκη που παρακολουθεί.
Μμμμμ κρυάδες σκέφτηκα και το έβγαλα σε γκριμάτσα, αλλά έπιασα και πάλι εκείνο το ανεπαίσθητο θριαμβικό παίξιμο στο μάτι του κι έγινα ακόμα πιο έξαλλη.
- Σου χτυπάει η διπλανή σου τόση ώρα το στυλό στη σειρά που είμαστε. Πότε θα πάρεις μπρος; Κάρβουνο καις Καπετανάκη και θα νυχτώσουμε. (γέλια η τάξη στο μεταξύ...) Για συνέχισε εσύ λέει στη Λίνα.
Η Λίνα αρχίζει να διαβάζει χαμηλόφωνα κι εγώ να τρέμω, όχι μαζί του, αλλά με τα κωλόπαιδα που του δώσανε τη χαρά ότι γελάσανε με τ' αστειάκια του. Θα τα πούμε σε λίγο έξω παλιοζαγάρια. Σφαγή θα γίνει.

Μαριάννα Τζανάκη
Συνεχίζεται

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

Τί έχω κάνει για ν' αξίζω αυτό;


Que he hecho yo para merecer esto
Pedro Almodóvar

Το καταπληκτικό βίντεο είναι από την ταινία «Τί έχω κάνει για να αξίζω αυτό;». Για όσους γνωρίζουν ισπανικά, θα είναι απολαυστικό...όσοι δεν ξέρετε, θα σας το πω περιληπτικά. Η μελαχροινή γυναίκα είναι η υπέροχη Κάρμεν Μάουρα που στην τελευταία ταινία στο Volver, κάνει τον φοβερό ρόλο της μάνας που επέστρεψε από τον ...άλλο κόσμο!
Εδώ κάνει μια γυναίκα, τυπική νοικοκυρά, που 'ναι δούλα και κυρά κι έχει βαρεθεί τη ζωή της, αφού η μόνη της χαρά είναι η σκληρή δουλειά και οι υποχρεώσεις. Η ξανθιά φίλη της πεταλούδα, την φωνάζει να της κάνει δώρο ένα στρηπτίζ αντρικό και όχι μόνο.
Μπαίνει ο πελάτης λοιπόν αρχίζει να γδύνεται λάγνα μπροστά τους και τους λέει ότι μπορεί να μην έχει μούσκουλα και μπράτσα, αλλά οι άντρες δεν γα#ούν με τα μπράτσα.
Συνεχίζει να γδύνεται αποκαλύπτοντας τη μετριότητά του και επαναλαμβάνοντας ότι οι άντρες δεν γα#ούν ούτε με τα πόδια, τα χέρια κτλ. Και στο τέλος έχει το θράσος να ρωτήσει πρώτα την Μάουρα και μετά την άλλη, με τί γα#ούν οι άντρες; Και ρωτά αποσβολωμένη η Μάουρα την άλλη: Με το όργανο; Επαναλαμβάνει την ερώτηση η άλλη δειλά δειλά...και ο εραστής μες στην καλή χαρά λέει: Ακριβώς! Κι έχω ένα όργανοοοο! Οργανάρααααα!
Και μετά στο κρεβάτι όλο πάθος αυτός, την ρωτάει αν νιώθει μέσα της τη δύναμή του... Ναι, πώς. Λέει αυτή. Τη νιώθω. Πολύ καλά. Μια χαρά. Κι ίσα που δεν τηγανίζει...
Ώσπου την σκουντάει η Μάουρα για τέλος χρόνου και προσποιείται τα κλασικά...
Φοβερά ειρωνική ταινία αλλά ταυτόχρονα και πολύ πικρή. Δείχνει γυναίκες που πέρασαν μια ολόκληρη ζωή, χωρίς να πάρουν μυρωδιά τι σημαίνει έρωτας...ή αφύπνιση αισθήσεων, συνεπώς και οργασμός.
Και βέβαια ο τίτλος εκπληκτικός: Τί έχω κάνει για να αξίζω αυτό; (Θεέ και με τιμωρείς έτσι;)

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2008

Ο μνηστήρας της οδού Ανθέων 362, Ψυχικό, ενταύθα



Τα ραντεβού με τον... μνηστήρα

Κάθε φορά που ερχόμουνα και άνοιγες την πόρτα
γλυκολαλούσαν τα πουλιά, πρασίνιζαν τα χόρτα.

Την σφάλιζες αργά αργά, πάνω της με κολλούσες
μ' έπιανες από τα μαλλιά, με λύσσα με φιλούσες.

Είμαι τρελός από έρωτα ψιθύριζες στ' αυτί μου
εσύ είσαι η μούσα μου, νεράιδά μου, ζωή μου.

Σαλτάριζα, σου τύλιγα τα πόδια μου στη μέση
και σού 'λεγα το πάθος σου πόσο πολύ μ' αρέσει.

Φιλάρεσκα αφηνόμουνα στα στιβαρά σου χέρια
με χάιδευες, με άναβες, μ' ανέβαζες στ' αστέρια.

Στα χέρια σου με σήκωνες, μ' άφηνες στο κρεβάτι
τα χείλη σου έτρεμαν γλυκά, σου γυάλιζε το μάτι.

Αρχόντισσά μου μ' έλεγες, κυρά μου, άγγελέ μου
τέτοια γυναίκα στη ζωή δεν είχα εγώ ποτέ μου.

Μην υπερβάλλεις σου 'λεγα, ήλιε μου κι ουρανέ μου
κι εγώ έναν άντρα όπως εσύ, δεν είχα στο καρνέ μου.

Οι ώρες γίνονταν πουλιά, πετούσαν, δεν περνούσαν
οι δείχτες γύριζαν τρελά, μέχρι κι αυτοί βογγούσαν.

Το πάθος μας ζωντάνευε και τ' άψυχα τριγύρω
μοσκοβολάς σου έλεγα, σαν μια διπλή με γύρο.

Πείνασες, μου 'λεγες, μωρό; Πάμε για παϊδάκια;
Βαριέμαι, αγάπη μου γλυκιά, παράγγειλε σουβλάκια.

Σουβλάκια βρε στο Ψυχικό; έλεγες και γελούσες.
Ντύσου Θεά μου... φύγαμε για τις «Εννέα Μούσες».

Ντιντή δεν είναι κυριλέ; Είναι αρκετά τα πράντα;
Μήπως να παραγγείλουμε σουβλάκια στη βεράντα;

Η γυναικάρα του Ντιντή, ότι και να φορέσει
κι από το φάκτορι άουτλετ να 'ναι, θα μου αρέσει.

Ξεκόλλα έρωτα τρελέ, μη με υποβιβάζεις
έστω και υποθετικά, πρόσεχε τί μου βάζεις

Εγώ στο φάκτορι άουτλετ, δεν πήγα ούτε παιδάκι
Ασλάνη μ' έντυνε η μαμά ή στον Νίκο και Τάκη

Εντάξει πριγκιπέσσα μου, ο λόγος που το λέει
χαλάρωσε, έβαλα σιντί με τη Βανέσσα Μέι

Δεν την μπορώ μωρέ Ντιντή, βάλε μου Μαζωνάκη
θέλω το γκούτσι φόρεμα για να φτιαχτώ λιγάκι...

Μαριάννα Τζανάκη
Αφιερωμένο