
Γυναίκες που πλανέψατε τα εφηβικά όνειρά μου
με του κορμιού το λίκνισμα, με των μαλλιών το κύμα,
σχεδόν γριούλες τώρα πια, σας βλέπω ολόγυρά μου
ανήμπορες να σέρνετε το κουρασμένο βήμα.
Γυναίκες που ανέλπιδα, νύχτες και νύχτες, χρόνια
σας φαντασιωνόμουνα, λουσμένος στον ιδρώτα,
και χάιδευα σπαράζοντας επάνω στα σεντόνια
τον ίσκιο σας που έσβηνε σαν άναβα τα φώτα.
γυναίκες που ξαπλώνατε σαν θεές τα καλοκαίρια
στην αμμουδιά, ενώ κρυφά – απ’ τα καλάμια πίσω –
έτρωγα με τα μάτια μου το σώμα σας, που χέρια
άλλου άντρα το τρυγούσανε, έρωτα πριν γνωρίσω.
γυναίκες που αμάρτησα μέσα στην εκκλησία
για σας: μπρος στα εικονίσματα σαν σκύβατε, και πλήθος
δαιμονισμένοι άγγελοι κάναν αποστασία
για να χωθούν στην κόλαση που κρύβατε στο στήθος.
γυναίκες που με ψήσατε στου πόθου το καμίνι
με γάμπες απαστράπτουσες, με πόδια σταυρωμένα,
τώρα, η γοητεία σας μέρα τη μέρα σβήνει –
κι αντί εγώ να σας ποθώ, εσείς ποθείτε εμένα.
Γυναίκες που το ωρίμασμα διαδέχτηκε η σήψη,
ήρθε η σειρά μου τώρα πια να σας περιφρονήσω.
Μα όταν ο χρόνος θα με πιει κι εμένα, αφού με στύψει,
τα κοριτσάκια που αγνοώ θα μου γυρίσουν πίσω
την ίδια περιφρόνηση – σκληρή, με δίχως τύψη.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΟΛΔΑΤΟΣ
Από την εφημερίδα «Τα Νέα της Λευκάδας»
με του κορμιού το λίκνισμα, με των μαλλιών το κύμα,
σχεδόν γριούλες τώρα πια, σας βλέπω ολόγυρά μου
ανήμπορες να σέρνετε το κουρασμένο βήμα.
Γυναίκες που ανέλπιδα, νύχτες και νύχτες, χρόνια
σας φαντασιωνόμουνα, λουσμένος στον ιδρώτα,
και χάιδευα σπαράζοντας επάνω στα σεντόνια
τον ίσκιο σας που έσβηνε σαν άναβα τα φώτα.
γυναίκες που ξαπλώνατε σαν θεές τα καλοκαίρια
στην αμμουδιά, ενώ κρυφά – απ’ τα καλάμια πίσω –
έτρωγα με τα μάτια μου το σώμα σας, που χέρια
άλλου άντρα το τρυγούσανε, έρωτα πριν γνωρίσω.
γυναίκες που αμάρτησα μέσα στην εκκλησία
για σας: μπρος στα εικονίσματα σαν σκύβατε, και πλήθος
δαιμονισμένοι άγγελοι κάναν αποστασία
για να χωθούν στην κόλαση που κρύβατε στο στήθος.
γυναίκες που με ψήσατε στου πόθου το καμίνι
με γάμπες απαστράπτουσες, με πόδια σταυρωμένα,
τώρα, η γοητεία σας μέρα τη μέρα σβήνει –
κι αντί εγώ να σας ποθώ, εσείς ποθείτε εμένα.
Γυναίκες που το ωρίμασμα διαδέχτηκε η σήψη,
ήρθε η σειρά μου τώρα πια να σας περιφρονήσω.
Μα όταν ο χρόνος θα με πιει κι εμένα, αφού με στύψει,
τα κοριτσάκια που αγνοώ θα μου γυρίσουν πίσω
την ίδια περιφρόνηση – σκληρή, με δίχως τύψη.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΟΛΔΑΤΟΣ
Από την εφημερίδα «Τα Νέα της Λευκάδας»