Τρίτη 15 Ιουλίου 2008

Είμαι μόνη, σε πείσμα του έρωτα, Σε πείσμα όλων όσων πήρα και έδωσα...Με γη κρυμμένη κι ουρανούς κρυφούς Και με μόνη την περηφάνεια της ψυχής μου...


Dali: Γυναίκα ατενίζοντας...



Μόνη

Είμαι μόνη, σε πείσμα του έρωτα,
Σε πείσμα όλων όσων πήρα και έδωσα
Σε πείσμα όλης σου της τρυφεράδας
Είναι φορές που δεν είμαι ευτυχισμένη που ζω

Είμαι μόνη λες και στάθηκα
στην πιο ψηλή κορφή του κουρασμένου γκρίζου κόσμου
Γύρω μου μόνο χιόνι που στροβιλίζει
Πάνω μου ανοίγεται απέραντο κενό

Με γη κρυμμένη κι ουρανούς κρυφούς
Και με μόνη την περηφάνεια της ψυχής μου
Να με γλιτώνει από την γαλήνη εκείνων
Που δεν είναι μόνοι, έχοντας πεθάνει.


Sara Trevor Teasdale (1884-1933)
Στις 29 Ιανουαρίου το πρωί, στο σπίτι της στη
Νέα Υόρκη, με υπνωτικά χάπια.


μτφ: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου

Πηγή: χωρίς άλλη αναβολή

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2008

Το ξερα πως αυτή η γυναίκα είχε να μου προσφέρει μια μεγάλη πληγή που πολύ θα μου χρησίμευε αργότερα...


Η νύχτα έπεσε πρώτα πάνω στο πρόσωπό της. Έπειτα απλώθηκε στην πράσινη γαλήνη των δέντρων και τράβηξε για τον ουρανό. Όμως η νύχτα του καλοκαιριού και η νύχτα μιας γυναίκας που αγαπά τη νύχτα, δεν έχουν καμιά σχέση με τη νύχτα των άλλων ανθρώπων. Το δέρμα της φωτίστηκε από κάτασπρα φεγγάρια. Κάτω οι φλέβες της διακλαδώνονταν γεμάτες δικό της μα και αλλότριο αίμα. «Μπορείς να πιείς –μου λέει- το βλέπω ότι διψάς. Όμως μετά πρέπει να φύγεις». «Τί σημασία έχει ποιός θα φύγει; -της κάνω- Εξάλλου εγώ διψάω αιώνια». -«Κι εγώ μέσα σ’ όλους αυτούς τους αιώνες, έχω να ποτίσω τόσες δίψες. Σκέψου με λιγάκι». Έσκυψα και ήπια. Το ξερα πως αυτή η γυναίκα είχε να μου προσφέρει μια μεγάλη πληγή που πολύ θα μου χρησίμευε αργότερα. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη έλξη από τον κίνδυνο, ούτε πιο εξαίσιος διάβολος από μια γυναίκα που είναι όμορφη και το ξέρει...


Aθανάσιος Κούρτης

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008

...κι ένιωθα βασιλόπουλο στου ύπνου το παλάτι που γύρευε μιαν όμορφη με τη χρυσή καρδιά. Μα ήρθανε μέρες μάγισσες με φιλντισένια στήθη, με βότανα...




ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

Ώρες αξέχαστες, γλυκές, στα παιδικά μου χρόνια,
τότε, που στο κρεβάτι μου με κοίμιζε η γιαγιά,
με παραμύθια για βουνά με κρυσταλλένια χιόνια
και κάστρα χρυσοπόρφυρα σε μια χρυσή πλαγιά!

Και ζούσε κι όλο γύριζε μες στ' όνειρο η Χιονάτη
κι οι νάνοι δίπλα παίζανε σα νάτανε παιδιά
κι ένιωθα βασιλόπουλο στου ύπνου το παλάτι
που γύρευε μιαν όμορφη με τη χρυσή καρδιά.

Μα ήρθανε μέρες μάγισσες με φιλντισένια στήθη,
με βότανα της λησμονιάς και φίλτρα ερωτικά
και τη ζωή μου κάνανε θλιμμένο παραμύθι,
που το γνωρίζουν μα δε λεν χείλια γεροντικά.

Και ψιθυρίζει μια φωνή, που τώρα πια δεν τρέμει,
μα είναι μακριά και δεν προφταίνει ν' ακουστεί:
«Γυναίκας χέρι τρυφερό θα σπάσει την ανέμη
κι άλικο στόμα με φιλί θα κόψει την κλωστή».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΤΣ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ

Σάββατο 5 Ιουλίου 2008

Συλλογιστήκατε ποτέ τις νέες στις επαρχίες, που περιμένουνε να 'ρθεί, το βράδυ, η εφημερίδα, για να διαβάσουν άπληστα το μυθιστόρημά της...


ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ

Τις νέες συλλογίζουμαι στις απομακρυσμένες
τις επαρχίες, τα χλωμά και κρύα δειλινά,
όταν πίσω απ' το τζάμι τους κοιτάν' στηλά το δρόμο
κι αναστενάζουνε γιατί κανένας δεν περνά...

Τις συλλογιέμαι στις θαμπές του φθινοπώρου ημέρες,
όταν κοιτάνε τη βροχή να πέφτει στην αυλή τους
κι ανασηκώνουν στους στενούς τους ώμους τους το σάλι,
γιατί ένα ρίγος παγερό νιώθουν ως την ψυχή τους...

Συλλογιστήκατε ποτέ τις νέες στις επαρχίες,
που περιμένουνε να 'ρθεί, το βράδυ, η εφημερίδα,
για να διαβάσουν άπληστα το μυθιστόρημά της
και μάθουν τί απόγινε η όμορφη ηρωίδα;

Που ανταλλάσουν καρτ-ποστάλ -«ιδίως τοπία και άνθη»-
και διατηρούν ρομαντική, κρυφά, αλληλογραφία
μ' έναν άγνωστον, που μ' άπειρα χαρίσματα τον πλάθουν
κ' εκείνος είναι ένας γραφεύς σε κάποια Δημαρχία;

Που γράφουν καλλιγραφικά - και μ' ανορθογραφίες -
«σκέψεις» μέσ' σε λευκώματα παρμένες στα βιβλία
και που με μελαγχολικά ψευδώνυμα υπογράφουν,
όπως: «Ανέραστος Ψυχή» ή «Θλιβερά καρδία»;

Εγώ τις συλλογίζουμαι τις νέες αυτές, που είναι
της Έμμας Μποβαρύ αδερφές - και πάντα καρτεράνε
το Νέο τον ρομαντικό, τον πλούσιο, τον ωραίο,
που θα τους δώσει τη λαμπρή ζωή που λαχταράνε...

Πότε θα 'ρθεί; Πότε θα 'ρθεί από το γαλανό
βασίλειο της Χίμαιρας, μ' ερωτικά ανοιγμένη
την αγκαλιά, και να τον δουν να τους χαμογελά;
Τάχα γιατί τόσο πολύ ν' αργεί; Τί περιμένει;

Δεν ξέρει πως στην πένθιμη αυτήν αναμονή
λιώνουν οι άσπρες τους ψυχές σα μάταιες λαμπάδες;
Και δεν φοβάται, σα θα 'ρθεί μια μέρα, να μη βρει
σβηστό το φως και - αλίμονο- νεκρές τις Εστιάδες;

Πότε θα 'ρθεί; Κατάμονες και θλιβερές στο σπίτι
- στου φθινοπώρου τα χλωμά και κρύα δειλινά -
οι νέες των επαρχιών κοιτάν στηλά το δρόμο
κι αναστενάζουνε, γιατί κανένας δεν περνά...

Κώστας Ουράνης