Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Edgar Degas... Να κόψω φλέβες τώρα ή αφού το πιω;


Το αψέντι, Edgar Degas


Κάνε κλικ να δεις από κοντά το άδειο βλέμμα αυτής της δυστυχισμένης! Μεγάλος τεχνίτης ο Degas! Και πολύ την αγάπησε τη γυναίκα... την σπούδασε κανονικά, από τα καμπαρέ μέχρι τα πιο αριστοκρατικά σαλόνια και τα κλασικά μπαλέτα μέχρι τα καμαρίνια και τα μπάνια τους. Όχι καναρίνια, που λέει και ο Σπύρος ο Μέγας! ;)

Ζωή άδεια

Το άδειο βλέμμα της, πάντα αδιάφορο, κενή η ζωή της
δε θα τη ήθελε κι αν του τη χάριζαν, ούτε σπουργίτης.
Μπορεί για ψίχουλα και για σποράκια, να ψαχουλεύει,
μ' αυτή τη δύστυχη, δεν την λιμπίζεται, δεν τη ζηλεύει.
Δεν έζησε έρωτα, χαρά δε γνώρισε, χαρά δεν έχει,
η υποχρέωση και το καθήκον της, πάντα προέχει.

Μα δεν την νοιάζει δε θέλει έρωτες, δε θέλει τίποτα,
δε θέλει χάδια, φιλιά, γλυκόλογα κι άλλα ανείπωτα.

Θέλει μονάχα να την αφήσουνε να μένει μόνη
και κάθε βράδυ να κουκουλώνεται μ' ένα σεντόνι,
να μην ακούγεται και να μη φαίνεται η αναπνοή της,
ούτε τα δάκρυα που τρέχουν θάλασσες και οι λυγμοί της.
Κι όταν στερεύουνε κι εξαντλημένη λαγοκοιμάται,
βλέπει στον ύπνο της ότι τη σκέφτεται και τη θυμάται.

Ήταν στη βάρκα του όταν τον γνώρισε κι έριχνε δίχτυα,
σ' αυτόν χρωστάει όλα τα όνειρα, όλα τα δάκρυα
και τα ξενύχτια.

Μαριάννα Τζανάκη

Δευτέρα 28 Απριλίου 2008

Ancora morto... Πάλι νεκρός


Πάλι νεκρός

Ναι, ήμουν ερωμένη του
Τ' ομολογώ
Το καταθέτω
Τ' ορκίζομαι
Μα δεν τον σκότωσα εγώ
Ήταν ήδη νεκρός
Νεκρός γεννήθηκε
Νεκραναστήθηκε
Κι αφού με σκότωσε
Ξαναγεννήθηκε
Πάλι νεκρός

ANCORA MORTO

Si, ero innamorata di lui,
lo confesso
lo confermo
lo giuro
ma non l' ho ucciso io
era già morto
E` nato morto
è risorto
e dopo che mi uccise
è rinato
ancora morto

Μαριάννα Τζανάκη
Trad. Bruno Giraldi

Παρασκευή 25 Απριλίου 2008

Η γυναίκα... του Καλόγερου


La Modiste Sur Champs Elysees, Jean Beraud

Γυναίκα

Το άρωμά της
τα μάτια της
το όνομά της
κομμάτια της

φωνή και σώμα
το χάδι της
ο έρωτας της
σημάδι της

γέλιο και δάκρυ
ο γρίφος της
βιβλίο ανοιχτό
το ύφος της

η δύναμη της
το πάθος της
η εμπιστοσύνη
το λάθος της

καθορισμένη
η φύση της
ν'αναπαράγει
τη λύση της

μαγεία κρυμμένη
στην ιστορία
φοβίες χαράξαν
αυτή την πορεία

ουράνιους Θεούς,
Πάπα και Μέκκα
λατρεύουν πολλοί,
μα εγώ τη γυναίκα...


Καλόγερος

Τρίτη 22 Απριλίου 2008

Το ρωτάς βρε χαζό; Σαν τρελός ! Έχω εγώ άλλη γυναίκα στο μυαλό μου;




ΤΟ ΡΩΤΑΣ ΒΡΕ ΧΑΖΟ;


- Μιχάλη πήρε τηλέφωνο η Αλέκα κι είπε για αύριο το βράδυ να μαζευτούμε όλοι σπίτι τους. Θα φτιάξει παϊδάκια και πίτσες για τα παιδιά.
- Όχι ρε γαμώτο! Παρασκευιάτικα βρήκανε; Κανονίσαμε να πάμε για κανά ποτό με τα παιδιά απ' το γραφείο.
- Πάλι ρε Μιχάλη; Προχθές δεν πήγατε; Μια Παρασκευή ή ένα Σάββατο μας έχουνε μείνει να πάμε κάπου! Κι εγώ πήζω στο γραφείο γαμώτο όλη τη βδομάδα. Τό 'χω ανάγκη να δω πέντε φίλους να πούμε μια κουβέντα.
- Έλα ρε Λενάκι κόψε τη γκρίνια. Πάρε τα παιδιά και πήγαινε κι αν ξεμπερδέψω νωρίς θα έρθω κι εγώ. Δεν μπορώ ν' ακυρώσω στα παιδιά. Όλοι μπορούνε, εγώ θα είμαι ο μαλάκας της παρέας; Τι να πω ότι η γυναίκα μου κανόνισε να πάμε στη φιλενάδα της;
- Νόμιζα ότι η Αλέκα ήταν και δική σου φίλη, όπως κι ο Γιώργος.
- Έλα βρε παραπονιάρικο, έλα δω...
- ......................

Της χαϊδεύει τα κοντά μαλλάκια όπως θα χάϊδευε το κεφάλι του σκύλου του. Κι αυτή αφήνεται και χαλαρώνει ακριβώς όπως κι ο σκύλος του, με σιωπηρή υποταγή. Στα δύο λεπτά ακριβώς της λέει:

- Δε φτιάχνεις κανά ουζάκι να πιούμε με κανά λουκανικάκι, λίγο τυράκι και τα σχετικά να χαλαρώσουμε; Είμαι ψόφιος απόψε ρε Λενάκι, θα πέσω ξερός. Όσο να φτιάξεις τα ουζάκια να ρίξω μια ματιά σ' ένα φάκελο του γραφείου...

Την ώρα που αυτή σηκώνεται να πάει να φτιάξει τα ουζάκια, αυτός κοιτάζοντας τη λοξά σηκώνεται πάνω και λέει δυνατά και με στόμφο:

- Φτουουουου άφησα ο μαλάκας το φάκελο στ' αυτοκίνητο. Α στα κομμάτια πάω να τον πάρω.

Φεύγει τρέχοντας λες και κάποιος θα τον φρενάριζε και θα του έπαιρνε την πρωτιά! Κατεβαίνει τρέχοντας από τη σκάλα από τον 7ο. Στον 5ο κοντοστέκεται, βγάζει το κινητό και σχηματίζει ένα νούμερο κατεβαίνοντας ταυτόχρονα. Στο ισόγειο την ώρα που έχει φτάσει στην πιλοτή λέει ψιθυριστά:

- Έλα μωρό όλα εντάξει για αύριο. Κανόνισε κι εσύ με τον δικό σου. Το ρωτάς βρε χαζό; Σαν τρελός ! Έχω εγώ άλλη γυναίκα στο μυαλό μου;

Ταυτόχρονα γυρνάει 180 μοίρες παρακολουθώντας με μάτι γλαρό το κοριτσάκι του 3ου που περνάει με δυο φιλενάδες της με τα τζινάκια τα χαμηλοκάβαλα και τις κοιλίτσες έξω. Τους γελάει με ύφος καζανόβα και βάλε, αλλά ταυτόχρονα και θαυμαστή τους κι αυτά με το ζόρι κρατούν τα γελάκια τους αλλάζοντας ματιές πονηρές μεταξύ τους.
Βάζει το κινητό στην τσέπη κι ανεβαίνει με το ασανσέρ χωρίς το φάκελο.

- Ο φάκελος; ρωτά το Λενάκι με το δίσκο στο χέρι προχωρώντας προς το μπαλκόνι.
- Δεν τον έφερα ρε Λενάκι. Θα έμπλεκα και θέλω να απολαύσω το γυναικάκι μου απόψε...

Πάει πίσω της και την αγκαλιάζει απαλά από τους ώμους. Κι αυτή χαλαρή σα γάτα λύνει το κορμί της, γυρίζει, τον αγκαλιάζει και ψιθυρίζει:

- μμμμμμμ...Μ' αγαπάς μωρό μου;
- Το ρωτάς βρε χαζό; Σαν τρελός ! Έχω εγώ άλλη γυναίκα στο μυαλό μου;

Μαριάννα Τζανάκη

Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

Καθημερινά και μεταξύ μας


72. ΚΑΛΗΜΕΡΑ

- Καλημέρα Γιάννη μου.
- Καφέ έχει;
- Πες μια καλημέρα χριστιανέ μου!
- Έλα ρε Χρυσούλα χέσε με πρωινιάτικα! Οι καλημέρες μας μαράνανε και το σαβουάρ βιβρ! Όρεξη που έχεις ευλογημένη με την τσίμπλα στο μάτι...

Μαριάννα Τζανάκη

Καθημερινά και μεταξύ μας


69. ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΑΘΩ

- Πουκάμισο;
- Έλα αγάπη μου, πάρτο μόλις το σιδέρωσα.
- Όχι αυτό ρε. Το τζιν θέλω, είναι έτοιμο;
- Μα το πρωί τό 'πλυνα. Μ' αυτήν την υγρασία δεν έχει ακόμα στεγνώσει.
- Γαμώ την πουτάνα μου ο μαλάκας! Τί ήθελες και παντρεύτηκες ρε; Καλά να πάθεις! Όρσε κόπανε! (φασκελώνει τον καθρέφτη, ενόσω κουμπώνει το φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο)

Μαριάννα Τζανάκη

Καθημερινά και μεταξύ μας


65. 29 ΕΤΩΝ

- Α ναι ε; Σεξ πέντε φορές την εβδομάδα; Μα τί λέτε ρε κορίτσια, πως αντέχετε; Μια φορά το δίμηνο το κάνουμε με το Διονύση και μου φαίνεται πολύ. Δεν το αντέχω...
- ......
- Και μάλιστα τελευταία όλο και πιο αργά. Πάτησα τα 29, έχω και δυο παιδιά. Τι άλλο θέλω τώρα πια;

Μαριάννα Τζανάκη

Καθημερινά και μεταξύ μας


57. Μ' ΑΓΑΠΑΣ;

- Μ' αγαπάς;
- Σαν τρελός!
- Αλήθεια λες;
- Ορκίζομαι στο μουνάκι σου, το υγρό, το καυλωμένο...
- Ε άει στο διάολο ρε Σωτήρη! Εσύ με δουλεύεις!
- Ε μα τι θες ρε μουνίτσα, να σοροπιάζει ο Σωτήρης σου όλη την ώρα, να σου γίνει χαλβάς;

Μαριάννα Τζανάκη

Καθημερινά και μεταξύ μας


39. ΤΡΙΤΗ

- Είσαι τρελή;
- Μπορεί.
- Ρε συ, είναι παντρεμένος. Έχει μια γκόμενα σπιτωμένη. Και θέλει και σένα...
- Δεν είναι έτσι ακριβώς...τόσο κυνικά όπως εσύ τα βλέπεις...
- Ναι ε; Για πες, πως τα βλέπεις εσύ...
- Εμένα αγαπάει. Η γυναίκα του είναι η μάνα των παιδιών του. Είναι σα μάνα του. Ίσα που τον φροντίζει. Τη γραμματέα του, που την έχει μεγάλη ανάγκη στο γραφείο γιατί αυτή κινεί και φροντίζει τα πάντα, την έχει σπιτωμένη είκοσι χρόνια. Είναι σα σύζυγος. Σου λέω...εμένα αγαπάει! Εμένα θέλει! Εμένα λατρεύει...
- Ρε είμαστε τόσο ηλίθιες οι γυναίκες; Πες μου...

Μαριάννα Τζανάκη

Καθημερινά και μεταξύ μας


36. ΓΑΜΟΣ

- Δέχεσαι για άντρα σου τον Παύλο τέκνο μου;
Εκείνη δείχνει σαν χαμένη. Δεν μιλάει και είναι απορροφημένη στις σκέψεις της.
- .....(Τί λέει αυτός; ....)
- Είναι φυσικό η νύφη να έχει τρακ κατά τη διάρκεια του μυστηρίου. Σε ξαναρωτώ τέκνο μου. Δέχεσαι γι άντρα σου τον Παύλο;
- ....( Ποιοί είναι όλοι αυτοί;....)
- Ελένη, σύνελθε κόρη μου. Είμαστε όλοι εδώ κοντά σου.
- ΝΙΚΟΛΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ..... ΣΩΣΕ ΜΕΕΕΕΕΕΕΕ....

Μαριάννα Τζανάκη

Καθημερινά και μεταξύ μας


31. ΜΕΤΑ

- Όταν κάναμε έρωτα την πρώτη φορά, μ' αγαπούσες;
- Όχι. Σ' αγάπησα λίγο μετά...όταν σε είδα να κλαις.
- ....
- Αγάπησα τα βουβά δάκρυα της ολοκλήρωσης στα μάγουλα σου, αγάπησα την ευγνωμοσύνη στο βλέμμα σου, αγάπησα τα φιλιά σου στα χέρια μου, τα νύχια σου στους ώμους μου, τις πνιχτές κραυγές σου, τις συσπάσεις που όλο και δυνάμωναν, τα νύχια που όλο και χαλάρωναν, την εκτίναξή σου, το βουβό λυγμό σου όταν ψιθύρισες ...σ' αγαπώ.
- Σ' αγαπώ...

Μαριάννα Τζανάκη

Καθημερινά και μεταξύ μας...


28. ΜΙΛΑ ΜΟΥ

- Μη! Μην πίνεις άλλο...Σταμάτα το πια! Δε θα ξεχάσεις μ' αυτό...
- Δεν πίνω γι αυτό.
- Γιατί;
- Γιατί όταν πίνω ανησυχείς.
- ....
- Και μου μιλάς...

Μαριάννα Τζανάκη

Κυριακή 20 Απριλίου 2008

Αυτή την ευτυχία την αντέχεις; Την αντέχω.


Ο γαμήλιος όρκος

Δεν στάθηκα στο Τέμπλο, στάθηκα
στα πόδια των σκαλιών του ιερού βήματος, με τον αγαπημένο μου,
και ο ιερέας στάθηκε στο πιο ψηλό σκαλί
κρατώντας ανοιχτή τη Βίβλο. Η εκκλησία
ήταν ξύλινη, βαμμένη από μέσα σε χρώμα ιβουάρ, χωρίς κόσμο- η φάτνη
του Θεού τέλεια καθαρισμένη. Ήταν νύχτα,
άνοιξη - έξω μια τάφρος ενός βάλτου,
και μέσα, από τα δοκάρια, μυγάκια
έπεφταν πάνω στην ανοιχτή Βίβλο, και ο ιερέας
την έγερνε και τα πέταγε κάτω. Σταθήκαμε
δίπλα ο ένας στον άλλον, κλαίγοντας διακριτικά
με φόβο και δέος. Στην πραγματικότητα, είχαμε παντρευτεί
εκείνη την πρώτη νύχτα, στο κρεβάτι, είχαμε παντρευτεί
με τα κορμιά μας, αλλά τώρα σταθήκαμε,
μπροστά στην ιστορία - ό,τι τα κορμιά μας είχαν πει,
στόμα με στόμα, το είπαμε τώρα δημόσια,
gathered together, death. Σταθήκαμε
κρατώντας ο ένας τον άλλον απ' το χέρι, παρ' όλο που εγώ
στάθηκα σαν να ήμουν μόνη, για μια στιγμή,
ακριβώς πριν τον όρκο, αν και τον είχαμε δώσει
χρόνια πριν, τον δώσαμε πάλι. Ήταν ένας όρκος
για το παρόν και το μέλλον, και αν και τον ένιωθα
σαν ένα άγγιγμα απ' το μακρινό παρελθόν
ή το μακρινό παρελθόν σ' αυτόν, αισθάνθηκα
το βουβό, στεγνό, κλάμα του φαντάσματος από τον
γάμο των γονιών μου εκεί, κάπου
στην ηχώ του χώρου - ίσως ένα από τα
μυγάκια που έπεφταν κατακόρυφα, πηδώντας ελαφρά
σαν ν' αφηνόταν από τ' άλλα, χανόταν μετά
μακριά. Αισθάνθηκα σαν να είχα έρθει εκεί
να απαιτήσω μια υπόσχεση - τη γλυκύτητα που θα έβγαζα
από την πικρία τους, και ταυτόχρονα ότι
είχα έρθει, η ανάξια, ευγενικά να ικετέψω.
Κι όμως, είχα αγωνιστεί γι αυτή τη στιγμή
σ' όλη μου τη ζωή. Και τότε ήρθε η ώρα
να μιλήσω - εκείνος μου πρόσφερε, ότι κι αν συμβεί,

τη ζωή του. Το μόνο που είχα να κάνω,
αυτό το βράδυ, ήταν να δεχτώ το δώρο
που τόσο είχα ποθήσει - να πω ότι το δέχτηκα ,
σαν να είχα ρωτηθεί αν αναπνέω. Το δέχομαι;
Το δέχομαι. Δέχομαι, όπως δέχεται κι εκείνος -
είχαμε κάνει πρόβα σ' αυτό.
Αυτή την ευτυχία την αντέχεις; Την αντέχω.

Sharon Olds
Μετ. Μαριάννα Τζανάκη

Αααα ρε μάνα...στά 'λεγα γω! Δε στά 'λεγα; Δε άκουγες ρε μάνα, δεν άκουγες!

Α ΡΕ ΜΑΝΑ

( Στο Νεκροταφείο του χωριού πάνω απ' τον τάφο της μάνας της κι ενώ γυαλίζει το καντήλι)

- Αααα ρε μάνα...στά 'λεγα γω! Δε στά 'λεγα; Δε άκουγες ρε μάνα, δεν άκουγες. Αρβανίτικο κεφάλι, καλά σ' έλεγε ο πατέρας.
- ................
- Δε μιλάς ε; Ε βέβαια τώρα έτσι όπως τα κατάφερες τι να πεις... Σόλεγα γω...
Μην περπατάς ξιπόλητη ρε μάνα στα νερά, τίποτα εσύ. Βάλε ένα σάλι ρε μάνα ξημερώματα αφώτηγα στο χαγιάτι, θα χάσω την Ανατολή εσύ!
- ..............
- Δε μιλάς τώρα ε; Εμ τί να πεις; Η Ασπασία την πληρώνει ρε μάνα μια ζωή. Κοίτα τώρα που κατάντησα 37 χρονώ γεροντοκόρη ολομόναχη σαν την καλαμιά στον όχτο!
- .............
- Δε μιλάς ρε μάνα ε; Δε μιλάς.
- ............
- Ο Παναγής καμπούρης, ο Γιώργης φτωχός δεν είχε που την κεφαλή κλίνε, ο Βασίλης του Στάθη κοντός, ο Γιάννος μουρλός... κανένας δεν ήταν άξιος να γίνει γαμπρός για το μοναχοπαίδι του Γκραφίλια! Ε νάτο τώρα στο ράφι το μοναχοπαίδι. Ξεσκόνιστο τώρα.
- .............
- Δε μιλάς ε; Α ρε μάνα... και τι να πεις εκεί πού 'σαι.... αααα ρε μάνα... καμπούρης ξεκαμπούρης θά 'χα κάνα δυο κουτσούβελα να ξεμυξιάζω τώρα.
- ..............
- Δε μιλάς ε; Α ρε μάνα... και τι να πεις κι εσύ... σάμπως κι ήξερες τι θα πει μοναξιά μοναχοπαιδιού, πεντάρφανου στα σαράντα;
- .............
- Τί 'πες; 37; Αααααααα ρε μάναααα... Αυτό μας μάρανε τώρα, το 37 κι όχι το 40! Α ρε μάνα.......

Μαριάννα Τζανάκη

Σάββατο 19 Απριλίου 2008

Μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται...



ΓΙΑΤΙ ΚΛΑΙΩ...

- Χάθηκε; Από πότε;
- Από την περασμένη Κυριακή.
- Παρασκευή σήμερα. Δώδεκα μέρες ρε συ; Βρε συ μην έπαθε κάτι;
- Όχι καλά είναι. Το έλεγξα. Ήταν στο μπαράκι εχθές μες στην καλή χαρά.
- Κι ούτε ένα τηλέφωνο; Ούτε ένα σημείο ζωής; Μετά απ' όσα ζήσατε; Το γαϊδούρι!
- Όχι τίποτα.
- Χωρίς να τσακωθείτε, χωρίς λέξη...έτσι, από το πουθενά...ανήκουστο.
- Ρε συ εκείνο που με σκοτώνει, είναι που δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω το γιατί. Αυτός παραληρούσε. Έκανε σαν τρελός. Έλεγε και δεν τέλειωνε...Μόνος του τα έλεγε. Δεν του τα αποσπούσα.
- Έλα μωρέ λες κι είναι η πρώτη φορά. Όλοι ίδιοι δεν είναι; Ο Ηλίας τι μου 'κανε εμένα τα ξέχασες; Ο Γιάννης;
- Αυτόν τον πίστεψα. Νόμισα η ηλίθια ότι θα ήταν αλλιώς. Κι ήταν ο χειρότερος. Ρε βαρέθηκα να μου χρεώνω λάθος έρωτες. Αυτό με πονάει πιο πολύ. Ότι λαχταράω τόσο να αγαπήσω, να δώσω, που κάθομαι σαν χάνος και πιστεύω τον κάθε μαλάκα που θα με παραμυθιάσει και το χειρότερο ότι πιστεύω και τα πιο κακοστημένα παραμύθια. Αυτά που ούτε τα νήπια δεν τα χάφτουνε. Έξαλλη είμαι μαζί μου! Αληθινά θυμωμένη!
- Αν σε παρηγορεί, σου λέω ότι δεν είσαι η μόνη.
- Όχι ρε Μίνα δε με παρηγορεί. Με τσακίζει. Γιατί μου καταρρίπτει όλα τα άλλοθι που πάω να του δώσω γαμώτο μου. Ειδικά αυτόν τον πούστη τον αγάπησα πολύ...με την πρώτη ματιά. Κάναμε έρωτα κι έκλαιγα από έκσταση. Και το καθήκι βούρκωνε και μ' έσφιγγε πάνω του και μου 'λεγε: "Έτσι θα κλαις μόνο από δω και πέρα μουνάρα μου, σε όλη τη ζωή σου... από καύλα..." Κι εγώ κοκκίνιζα κι έχωνα τη μούρη μου στο λαιμό του φιλώντας τον και ένωνα τα δάκρυα της χαράς μου με τον ιδρώτα της έκστασής του, τρίβοντας τα μάγουλα μας να το έχουμε κι οι δυο αυτό το μείγμα που μύριζε έρωτα, που μύριζε πάθος, που μύριζε Ανάσταση πιο όμορφα κι από τις πασχαλιές. Κι όταν έφευγε έμενα εκεί...αγκαλιά με το μαξιλάρι του ν' ανασαίνω τον ιδρώτα και τη μυρωδιά του και να τον λατρεύω από ευγνωμοσύνη για την τόση ευτυχία...και να λέω μέσα μου "είδες ρε συ που υπάρχει και το άλλο είδος άντρα στη ζωή; Ήρθε. Και μάλιστα αναπάντεχα. Τον έστειλε ο Θεός του έρωτα που αγαπάει τις ευαίσθητες καρδιές. Δεν κυκλοφορούνε στον κόσμο μόνο καθήκια..."
- ....................................
- Πες μου ρε Μίνα, πες μου...κατά που να φασκελώσω η μαλακισμένη; Αυτόν ή εμένα ;
- Έλα ρε χαρά μου ηρέμησε. Θα περάσει κι αυτό... τόσα ζήσαμε... χωρισμούς, αποχαιρετισμούς, προδοσίες...Σταμάτα να κλαις ΣΕ παρακαλώ.. κλαίω κι εγώ κι έρχεται το παιδί σε λίγο και θα μας δει έτσι σκατά και τις δυο και θα τρομάξει.
- Δεν κλαίω ρε Μινάκι για την προδοσία του. Δεν κλαίω που έφυγε. Κλαίω που τον πίστεψα, κλαίω που είμαι ηλίθια και κλαίω πιο πολύ από λύσσα γιατί και μετά απ' όλα αυτά, τον αγαπάω ακόμα το μαλάκα! ( και πέφτει με λυγμούς στον κόρφο της Μίνας κι αγκαλιασμένες κλαίνε κι οι δυο...)

Μαριάννα Τζανάκη

Παρασκευή 18 Απριλίου 2008

Sharon Olds: ...είμαστε έτοιμοι πάλι, ανανεώνοντας την υπόσχεσή μας να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλο.


Long Time Gone, Jack Vettriano

Η υπόσχεση

Με το δεύτερο ποτό, στο εστιατόριο,
κρατιόμαστε απ' το χέρι πάνω στο γυμνό τραπέζι,
είμαστε έτοιμοι πάλι,
ανανεώνοντας την υπόσχεσή μας
να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλο.
Πίνεις τζιν, βατόμουρο από μπλέ της νύχτας
υγροποιείται στο σώμα σου, πίνω Fumé,
μασώντας την αρωματική βρωμιά
και τον καπνό του,
τα βάζουμε με τη γη, είμαστε ήδη λίγο από χώμα,
και όπου κι αν είμαστε,
είμαστε και στο κρεβάτι μας,
ταιριαστοί, γυμνοί, κοντά ο ένας στον άλλο,
μισοκοιμισμένοι, μετά τον έρωτα,
διασχίζουμε μπρος και πίσω
τα σύνορα της συνείδησης,
τα σώματα μας μπορούν και επιπλέουν,
αγκαλιασμένα σφιχτά.
Το χέρι σου σφίγγει στο τραπέζι.
Φοβάσαι λίγο ότι θα δειλιάσω.
Αυτό που δε θες είναι να μείνεις
ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου
για ένα χρόνο μετά από εγκεφαλικό,
χωρίς να μπορείς να σκεφτείς ή να πεθάνεις,
δε θες να δεθείς σε μια καρέκλα
όπως η σεμνότυφη γιαγιά σου, βρίζοντας.
Το δωμάτιο είναι σκοτεινό γύρω μας,
υδρόγειες σφαίρες απο ελεφαντόδοντο,
ροζ κουρτίνες δεμένες στη μέση--
και έξω, ένα ελαφρύ, φωτεινό,
ανεβαστικό καλοκαιρινό λυκόφως.
Σου λέω πως δε με ξέρεις
αν νομίζεις πως δε θα σε σκοτώσω.
Σκέψου πως αρμενίσαμε μαζί
μάτι με μάτι, ρώγα με ρώγα, σεξ με σεξ,
τα μισά ενός πλάσματος
που φτάνει στο χείλος της ουσίας και πιο πάνω--
με ξέρεις απ' το φωτεινό,
πιτσιλισμένο με αίμα δωμάτιο της γέννας,
αν ένα λιονταρι σε είχε στα δόντια του
θα του επιτιθόμουν,
αν τα σκοινιά που δένουν την ψυχή σου
είναι οι ίδιοι σου οι καρποί, θα τους κόψω.

Sharon Olds
Μετ. Άρης

*Fumé= είδος κρασιού
Sharon Olds

Πέμπτη 17 Απριλίου 2008

Για μια γυναίκα...


Margerita Fascione, Camille

Last blues, to be read some day


'T was only a flirt
you sure did know -
some one was hurt
long time ago.

All is the same
time has gone by -
some day you came
some day you'll die.

Some one has died
long time ago -
some one who tried
but didn't know.

11 aprile '50

Cesare Pavese
Θα 'ρθει ο θάνατος και θα 'χει τα μάτια σου


Τελευταίο μπλουζ, για να διαβαστεί κάποια μέρα

Ήταν μονάχα ένα φλερτ
εσύ βέβαια το ήξερες -
κάποιος πληγώθηκε
πολύ καιρό πριν.

Όλα είναι ίδια
ο χρόνος περνάει -
μια μέρα έρχεσαι
μια μέρα θα πεθάνεις.

Κάποιος πέθανε
πολύ καιρό πριν -
κάποιος που προσπάθησε
αλλά δεν ήξερε.

Μετ Γητ

Τετάρτη 16 Απριλίου 2008

ΧΑΪΝΕ: Δε γράφουνε τόσα πολλά, σαν διώχνουνε κανένα!


Jack Vettriano, The letter


Μ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΣΟΥ ΚΑΗΜΟ...

Μ' αυτό το γράμμα σου καημό,
καλή μου, δε θα βάλω,
μου λέει, πως πια δε μ' αγαπάς,
μα πόσο είναι μεγάλο!

Είν' δώδεκα κατεβατά
και τί πυκνογραμμένα!
Δε γράφουνε τόσα πολλά,
σαν διώχνουνε κανένα!

Heinrich Heine
Μετ Δημήτριος Ι. Λάμψας(1879-1942)


ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΓΡΑΨΕΣ

Το γράμμα που μου έγραψες
δεν με γεμίζει πόνο·
για να μου πεις δεν μ’ αγαπάς
γέμισες έναν τόμο.

Καλογραμμένες και πυκνές
σελίδες θες σαράντα·
μα αντίο, άμα θες να πεις,
δυό λόγια λες σταράτα.

Heinrich Heine
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Η καρδιά μου υπακούει στο ρυθμό που της δίνω εγώ. Ούτε παλμό παραπάνω, ούτε έναν λιγότερο...


Αυτοέλεγχος

Κι εγώ σου λέω πως μπορώ να δίνω εντολή
στα μάτια μου να μην τρέχουν.
Μπορώ να ελέγχω τον εγκέφαλό μου
να μη σε σκέφτεται
μπορώ να αποφασίζω αν θα βγω στη βροχή
πότε θα κολυμπήσω ή αν θα χορέψω.
Η καρδιά μου υπακούει
στο ρυθμό που της δίνω εγώ
ούτε παλμό παραπάνω, ούτε έναν λιγότερο.
Τα πόδια μου πειθαρχούν πια
και δεν τρέμουν όταν ακούγεται
από κάτω ο θόρυβος της μηχανής σου.
Κι έχουν εντολή οι αισθήσεις μου
να μην ορμούν στο μαξιλάρι σου
όταν φεύγεις για να το πάρουν αγκαλιά
μυρίζοντάς το.
Το χαμόγελό μου, κατ' εντολήν μου πάντα,
δεν ανθίζει στη θέα της φωτογραφίας σου
και καθόλου δε σαλεύουν τα χείλη μου
όταν κοιτώ τα δικά σου,
να με καλούν με 'κείνη την ανεπαίσθητη,
αδιόρατη, υπεροχή, που μόνο εγώ διακρίνω.
Ούτε φυσικά σκιρτά η αγκαλιά μου
ορθάνοιχτη, για να χωθείς μέσα
όταν ακούει στην πόρτα το κλειδί σου.
Της έχω μιλήσει και ξέρει.
Κατάλαβε πως πρέπει να φέρεται.
Και τα χέρια μου τα έμαθα
να μη λαχταρούν να σε χαϊδέψουν.
Να μη σου ανακατεύουν τρυφερά τα μαλλιά,
να μη σου συμμαζεύουν το τσουλούφι
που κρύβει το ένοχο βλέμμα σου,
να μη σου παίρνουν με χάδια την υποψία ιδρώτα
απ' το μέτωπο.
Ιδρώτα αφύσικου μες στο χειμώνα.
Να απασχολούνται ήρεμα χωρίς να τρέμουν,
χωρίς να δείχνουν τί νιώθω
και τί σκέφτομαι.
Το μόνο που τους επιτρέπω είναι
να σχεδιάζουν κρυφά τη μορφή σου,
να ζωγραφίζουν την εικόνα σου
όχι όπως είσαι, μα όπως έδειχνες
και καμιά φορά όταν είμαι στις καλές μου,
τ' αφήνω να γράφουν σ' αγαπώ στον καθρέφτη
μετά το καυτό μπάνιο
ή στης κουζίνας το κρύσταλλο όταν μαγειρεύω
περιμένοντάς σε.
Μόνο τότε όμως.

Μαριάννα Τζανάκη

Και σκύβει και μονολογεί, και δεν βογγά, δεν κλαίει, με το τακούνι σκάβει γη, κι η σάρκα φως που καίει. Δ. Καψάλης


Jack Vettriano, Suddenly One Summer


ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ

Με τα τακούνια τα ψηλά της
έγερνε μόνη στο καπό,
κι ο ουρανός, παλιός πελάτης,
παλιό της θύμισε σκοπό.

Στον ουρανό αντιμιλά
και παίρνει φως και λέει,
στάχτη τα τόσα σου καλά,
τα τόσα σου ελέη.

Ξοδεύεται κι ύστερα πέφτει
στον ίδιο αξόδευτο βραχνά·
στον ουρανό, παλιό καθρέφτη,
τα φώτα της ψυχής αχνά.

Στον ουρανό αντιμιλά,
τον ουρανό μαλώνει,
μα φεύγει ο λόγος και κυλά
σαν το σπυρί στ' αλώνι.

Μακρύς ο δρόμος κι ανεβαίνει,
δεν έχει ο τόπος γυρισμό,
σκάβει σκαλιά και κατεβαίνει
κι έχει τη νύχτα χορηγό.

Και σκύβει και μονολογεί,
και δεν βογγά, δεν κλαίει,
με το τακούνι σκάβει γη,
κι η σάρκα φως που καίει.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ

Το πρωί που με ξυπνούσες, τίποτα δε με ρωτούσες...


Brief Encounter

Ναι, πουλί μου

Στάζανε τα λούκια μέλι όταν μου μιλούσες.
Όχι απ' όσα έλεγες, μα όπως με κοιτούσες.

Μαύρα μάτια, βελουδένια, με γεμίζανε με μέλι
σαν με χάιδευε η ματιά σου, εμουδιάζανε τα μέλη.

- Αγαπημένε, σου έλεγα
- Ναι πουλί μου, απαντούσες
κι έσκυβες και με φιλούσες.

Κι έλιωνα ερωτευμένη, σε κοιτούσα ζαλισμένη
φτεροκόπαγε η καρδιά μου, τρέμανε τα γόνατά μου

Μουσική ολόγυρά μου, τρέχανε τα δάχτυλά μου
να χαϊδεύουν το κορμί σου, να λιγώνω στο φιλί σου

Κι έλεγα: - Αγαπημένε;
- Ναι πουλί μου, απαντούσες
τρυφερά και με φιλούσες.

Όλη νύχτα με κοιτούσες και καθόλου δε μιλούσες.
Το πρωί που με ξυπνούσες, τίποτα δε με ρωτούσες

Ούτε αν θα ξαναγυρίσω, ούτε αν θα τηλεφωνήσω.
Το παλτό μου μού φορούσες κι όταν με ξεπροβοδούσες

- Αγαπημένε, σου έλεγα.
- Ναι πουλί μου, απαντούσες
κι έσκυβες και με φιλούσες...




Sí uccello mio

Gocciolavano le grondaie di miele quando mi parlavi.
Non per quanto dicevi ma come mi guardavi.

Neri occhi vellutati mi riempivano di miele
come mi accarezzavano i tuoi occhi
si intorpidivano le membra.

- Amato, ti dicevo
- Sí uccello mio, rispondevi
e ti chinavi e mi baciavi.

E mi scioglievo innamorata ti guardavo stordita
batteva le ali il cuore mio tremavano le ginocchia

Musica intorno a me correvano le mie dita
ad accarezzare il tuo corpo a saziarmi del tuo bacio

- Amato, ti dicevo
- Sí uccello mio, rispondevi
teneramente e mi baciavi

Tutta la notte mi guardavi e non mi parlavi assolutamente.
Il mattino quando mi svegliavi non mi chiedevi niente

né se tornerò né se telefonerò.
Mi portavi il mio cappotto quando mi accompagnavi

- Amato, ti dicevo
- Sí uccello mio, rispondevi
e ti chinavi e mi baciavi...

Μαριάννα Τζανάκη
Trad. Carlo Didone

Θα κτενίσω τη νύκτα με κοκταίηλ μολότωφ τα μαλλιά σου...


φωτό: Αγνώστου


ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ ΤΙΠΟΤ' ΑΛΛΟ

Άντε γαμήσου και χάσου,
πουτανίτσα φτιαγμένη στο Γαίηλ.
Θα κτενίσω τη νύκτα με κοκταίηλ
μολότωφ τα μαλλιά σου.

Χορεύουν σ' ένα βελόνι
τρεις μονόχειρες χωροφυλάκοι·
ανοιχτοί μας προσμένουν δυο λάκκοι,
της χαράς μου τρυγόνι.

Ο συρφετός των αχρείων
μες στα ματάκια σου ανασαίνει.
Θα ζήσω λοιπόν τη ναρκωμένη
νύχτα των Εξαρχείων.

Κι όταν η μέρα ξυπνήσει
σε μια λαμαρίνα της Μεθώνης
θα με δει, θα σε δει, να καυλώνεις
α! στουπί στο μεθύσι.

Ίσως και να 'χεις εφεύρει
τους πεθαμένους που μας κοιτάνε.
Ήσυχα θ' αποδημήσω και θά 'ναι
πρωινό του Νοέμβρη.

Θά 'ναι στα μπαρ του Παραδείσου
νυφούλα ραντισμένη με ρύζι
η ψυχή μου· κι εκεί να σφυρίζει
θε να βρει τη δική σου.

Το φως θ' ανάψει πνοούλα,
απαλή σαν το χάδι κι η μνήμη,
και θα μοιάσει όλη η νύχτα απ' ασήμι
και θα γίνεις δροσούλα.

ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ

ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ: ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΣΣΑΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ


Pierre Bonnard Musee d' Art Moderne de la ville de Paris


ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΣΣΑΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ
(από το Βιβλίο της Μαριάννας, αναφέρεται στην ιερόδουλο Γαβριέλλα Ουρσάκοβα)

-M’ έχει βαρύνει το ποτό κι απόψε
Αυτή ‘ναι η τελευταία μου παρτίδα.
-Δώσε μου τα χαρτιά. Μοιράζω. Κόψε.
Τσιπ. -Εκατό. –Κι άλλα εκατό. –Τα είδα.
-Διαβάσατε τι γράφει η εφημερίδα;
Σκοτώσαν τη Γαβριέλλα, βράδυ Τρίτης.
Έφυγε, για να βρει κι αυτή πατρίδα.
Να πάει στους ουρανούς, με το μουνί της.

-Την πήδηξα….λοιπόν, το εξήντα δύο.
-Πεντακόσια. Για σκέψου, ήμουν παιδάκι
τότε. –Θα μπω. Σκαστός από τ’ Ωδείο
(η μάνα επέμενε να πάω)∙ λιγάκι
δείλιασα όταν πρωτόειδα το φωτάκι
κόκκινο και μουντό. Μα το κορμί της…
Θεέ μου, τώρα το τρώει το σαράκι.
Μα ας πάει στους ουρανούς με το μουνί της.

-Εμπρός, συγκεντρωθείτε. Ανοίγω φύλλο.
-Πάσο. Κι εγώ το πρώτο μου γαμήσι
το ‘κανα στης Γαβριέλλας. Μ’ έναν φίλο
τον Πέτρο. –Ρέστα μου. –Την έχεις στήσει.
Πάσο ταχέως. -Τα βλέπω. Κάποια δύση
την πήρα, του πενήντα. Να, η μορφή της
και ντάμες τρεις. Καρέ. Σ’ έχω κερδίσει.
Θα πάω στους ουρανούς, μες το μουνί της.

Κερά των εκκλησιών και των μπουρδέλων,
σεβάσου την αρχόντισσα Γαβριέλλα∙
κι ευδόκησε στις τάξεις των αγγέλων
ν’ αριθμηθεί. Ως λαλεί μικρός προφήτης
και καταπαύει την επίγεια τρέλλα
να πάει στους ουρανούς με το μουνί της.

ΗΛΙΑΣ ΛΑΓΙΟΣ
Πηγή:
Εκφραστές, Επτά Νάνοι

Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Θα είναι γλυκιά και ψυχρή αυτή η φιλία μου με τους νεκρούς ποιητές...


Liz Taylor-Paul Newman, Cat on a Hot Tin Roof, 1958

Μίλα μου σαν τη βροχή

Μανχάτταν. Μέσα στην παρακμιακή ατμόσφαιρα ενός φτηνού δωματίου,
ένας άντρας και μια γυναίκα συζητούν.
Η οικονομική τους κατάσταση αλλά και η προσωπική τους σχέση
βρίσκεται στα όρια της εξαθλίωσης.
Ο Άντρας εκφράζει την επιθυμία να κάνουν μαζί ένα νέο ξεκίνημα.
Η Γυναίκα μέσα από ένα μονόλογο - ξέσπασμα
δηλώνει τη θέλησή της να απομονωθεί σε ένα μικρό ξενοδοχείο,
μακριά από γνωστούς και φίλους.
Ανώνυμη και μέσα στο ανώνυμο πλήθος, ελπίζει να βρει τη ψυχική της ηρεμία.
Το απόσπασμα δείχνει πώς ονειρεύεται τη νέα ζωή της.

ΓΥΝΑΙΚΑ:

... Κάποια μέρα θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα
μαλλιά μου έχουν αρχίσει να γίνονται γκρίζα
και για πρώτη φορά θ’
ανακαλύψω ότι έζησα σ’ αυτό το μικρό ξενοδοχείο,
με ένα ψεύτικο όνομα,
χωρίς καθόλου φίλους ή γνωστούς,
ή κανενός είδους σχέσεις, για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια.
Θα με ξαφνιάσει λίγο αλλά δεν θα με τρομάξει καθόλου.
Θα είμαι ευχαριστημένη που ο χρόνος θα έχει περάσει
τόσο εύκολα.
Μια φορά στο τόσο θα πηγαίνω στον κινηματογράφο.
Θα κάθομαι στις πίσω σειρές με όλο αυτό το σκοτάδι γύρω μου
και με κείνες τις φιγούρες ακίνητες στο πλάι μου,
χωρίς να με προσέχουν.
Βλέποντας την οθόνη. Φανταστικός κόσμος.
Ο κόσμος των παραμυθιών.
Θα διαβάζω μεγάλα βιβλία και το ημερολόγιο των
νεκρών συγγραφέων.
Θα νιώθω πιο πολύ κοντά τους, πολύ περισσότερο
από ότι ένιωσα ποτέ
για ανθρώπους που γνώρισα, προτού να φύγω από τον κόσμο.
Θα είναι γλυκιά και ψυχρή αυτή η φιλία μου
με τους νεκρούς ποιητές
γιατί δεν θα μπορώ να τους αγγίζω ούτε και ν’ απαντάω στις
ερωτήσεις τους.
Θα μου μιλάνε και δεν θα περιμένουν να τους
απαντήσω.



(Μετ. Κ. Μητροπούλου, Απόσπασμα)
Ουίλλιαμς Τ., Θεατρικά, εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα x.x., σ. 180.

Η νύχτα ντύνεται γυναίκα...


Jack Vettriano, Night Geometry

Η νύχτα

Η νύχτα ξέρει και φοβάται, μας αγαπάει, μας λυπάται
Μαζί μας πίνει, ξενυχτάει και το πρωί για ύπνο πάει
Η νύχτα θέλει ν' αγαπιέται και από έρωτα χτυπιέται
Καπνίζει, βρίζει και διαβάζει, κλαίει σαν παιδί κι αναστενάζει

Η νύχτα παίζει και κιθάρα και μένει πάντα από τσιγάρα
Γράφει τραγούδια και ζηλεύει, γυρνάει στους δρόμους κι αλητεύει
Η νύχτα ντύνεται γυναίκα και ξεκινάει κατά τις δέκα
Τους άλλους βάζει να τα σπάνε και τα πληρώνει όσα και να ναι

Η νύχτα κάνει απιστίες και παίρνει μέρος σε ληστείες
Βάζει μια βόμβα στην Κυψέλη κι ύστερα λέει ότι θέλει
Η νύχτα ότι και να γίνει, αναλαμβάνει την ευθύνη
Κι αυτός που ξέρει τι συμβαίνει, ζει με τη νύχτα και σωπαίνει

Αφροδίτη Μάνου, Η νύχτα

Σάββατο 12 Απριλίου 2008

Ήταν γυναίκα ήταν όνειρο...


Velazquez, Venus

Ήταν γυναίκα, ήταν όνειρο...


(J' ai cueilli ce brin de bruyere)
(G. Apollinaire)


Ήταν γυναίκα, ήταν όνειρο ήτανε και τα δυο
ο ύπνος με εμπόδιζε να την δω στα μάτια
Αλλά της φιλούσα το στόμα την κράταγα
Σαν να ήταν άνεμος και να ήταν σάρκα
Μου 'λεγε πως μ' αγαπούσε, αλλά δεν το άκουγα καθαρά
Μου 'λεγε πως πονούσε να μη ζει μαζί μου
Ήταν ωχρή και κάποτε έτρεμα για το χρώμα της
Κάποτε απορούσα νιώθοντας την υγεία της σα δική μου υγεία
Όταν χωρίζαμε ήτανε πάντοτε νύχτα
Τ' αηδόνια σκέπαζαν το περπάτημά της
Έφευγε και ξεχνούσα πάντοτε τον τρόπο της φυγής της
Η καινούρια μέρα άναβε μέσα μου προτού ξημερώσει
Ήταν ήλιος ήταν πρωί όταν τραγουδούσα
Όταν μόνος μου έσκαβα ένα δικό μου χώμα
Και δεν τη σκεφτόμουνα πια εκείνη.

Γιώργος Σαραντάρης
(6.11.1938)

Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Γυναίκα, της ψυχής μου ξένη...


Theodore Robinson(1852-1896),Wedding March,1892


Γυναίκα, της ψυχής μου

Γυναίκα, της ψυχής μου ξένη
Το ξάφνιασμά σου μου απομένει
Ωραία γυναίκα αγαπημένη,
Το βράδυ αυτό το ανόητο, σήμερα
Και των ματιών σου οι μαύροι κρίκοι
Και της νυχτιάς η ανάερη φρίκη...

Σκύψε να μπεις πάλι στη θήκη
Λεπίδι της σιωπής μου, χίμαιρα

Γιώργος Σεφέρης



Κυριακή 6 Απριλίου 2008

Στις πληχτικές εκείνες ατμοσφαίρες του κάκου οι ερωτικοί χτυπούν παλμοί, ζωντανεύουν σα φίδια οι χρυσές βέρες και πνίγουν της καρδιάς την όποια ορμή!


Edmund C. Tarbell(1862-1938) Across the Room 1899


ΟΙ ΑΣΑΛΕΥΤΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ

Βρίσκω στις επαρχίες που τριγυρίζω
κάποιες κυρίες θλιμμένες και χλωμές,
που ζούνε πάντα σ’ ένα χάος γκρίζο
γεμάτο ανία, πλήξη και τιμές.

Στα σκοτεινά σαλόνια τους κινούνται
σαν τις ψυχές στον Άδη, έτσι θαρρώ.
Έρχονται οι ξένοι, μάταια συγκινούνται
και προσφέρουν το χέρι τους το αβρό.

Πόσα χεράκια τέτοια έχω φιλήσει!
Ήταν κρύα, παγωμένα, νεκρικά,
σάμπως να τα 'χε ο θάνατος αγγίσει
μάταια κι αυτός και δοκιμαστικά.

Στις πληχτικές εκείνες ατμοσφαίρες
του κάκου οι ερωτικοί χτυπούν παλμοί,
ζωντανεύουν σα φίδια οι χρυσές βέρες
και πνίγουν της καρδιάς την όποια ορμή!

Οι σύζυγοι αυστηρή εθιμοτυπία
κρατούν μαζί τους και τις απατούν.
Κάπου-κάπου ξεσπά η ζηλοτυπία,
μα συγγνώμη αυτές πρώτες τους ζητούν.

Παιδιά δεν έχουν. Στείρες, ή είχαν ένα
που πέθανε μικρό από ιλαρά.
Φυλάν λίγα μαλλάκια του κρυμμένα-
τα βλέπουνε και κλαιν κάθε φορά.

Στη μουσική ζητούν παραμυθία
και στ’ αυθόρμητα δάκρυα πού και πού.
Α, ναι! Πολλές ιδρύουν και σωματεία
θρησκευτικού ή κοινωνικού σκοπού.

Παράξενα που με κοιτούν τον πλάνο
οι ασάλευτες κυρίες των επαρχιών!
Μόλις φύγω καθίζουνε στο πιάνο
να γεμίσουν το χάος των καρδιών.

Μα τίποτε ποτέ δε θα γεμίσει
της ζωής τους το απέραντο κενό…
Πόσες τέτοιες κυρίες έχω γνωρίσει!
Με θυμούνται; Καμιά δε λησμονώ.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣ (1893-1987)

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

Κι άλλες Περαστικές από τον Ρήγα Γκόλφη! Προφανώς οι περαστικές γυναίκες άρεσαν στους ποιητές... :)


ΠΕΡΑΣΤΙΚΕΣ

Στον δρόμο τον πολύκοσμο και στην πανέρμη στράτα
με σύντυχαν πολλές φορές διαβατικές γυναίκες,
που η θύμησή τους μ' έθλιψε γλυκά νύχτες και μέρες.
Όψες που ανάδινε η χαρά τα ρόδα της αυγής της,
που ολόθερμος απλώνονταν ψυχής γαλήνιας ο ήλιος,
που η σάρκα κρίνους ταίριαζε με μι' άχνα φεγγαρίσια
και που το γέλιο ανοίγονταν σα νάταν παραπόνι.
Κορμιά που ανάδευε η πνοή της γεροσύνης, πλέρια,
πελεκητά με τ' άνθισμα κι ολόχυτα από πνέμα.
Κι απάνου απ' όλα, μάτια, φως απ' το πολύ σκοτάδι,
που είν' η γητειά σας δρόλαπας κι ο σατανάς σας φίδι
κι ενώ είστε τόσο αληθινά, κρύβετε τέτοιους δόλους.

Περαστικές, διαβατικές, που φεύγετε και πάτε
στους δρόμους τους πολύκοσμους και στις πανέρμες στράτες,
άγνωρες, πρωτοθώρητες, σαν τύχες και σα μοίρες,
με δίχως άλλο γυρισμό και συναπάντημ' άλλο,
γεννήματα μιανής στιγμής και πλάσματα μιας μνήμης,
με την απόκοτη ερωτιά, με τα γραμμένα νιάτα,
στοχαστικές σαν την ιδέα, φλογιστικές σα μούσα,
γεια σας, χαρά σας! Μέσα μου συντρίμμι αν είναι ο κόσμος
ξαναγεννιέται απάρθενος κι η χάρη του καινούργια
βαθιά μ' αγγίζει. Φέρνετε την ιερή λαχτάρα,
που ανασυμπά τη θεία φωτιά για την ορμή της ζήσης.

Ρήγας Γκόλφης(1886-1958).

Περαστικές...


ΠΕΡΑΣΤΙΚΕΣ

Γυναίκες, που σας είδα σ’ ένα τρένο
τη στιγμή που εκινούσε γι’ άλλα μέρη,
γυναίκες, που σας είδα σ’ άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο·
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ’ ένα βλέμμα ξεχασμένο
μ’ ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
ω εσάς, που επεράσατε μιαν ώρα
απ’ τη ζωή μου μέσα, και που τώρα
στα ξένα έχετε πάρει την ψυχή μου!

Κώστας Ουράνης (Κωνσταντινούπολη, 1890 - Αθήνα, 1953).

Compartiment C, voiture 193. Edward Hopper. 1938. Collection I.B.M. New-York.

Πού να 'ξερε η μάνα μου την τύχη την πουτάνα μου ο αετός με το μουστάκι, νά 'χει γιο τη... Μενεγάκη!


Rob Hefferan - The Small Hours


Θηλυκές ορμόνες

Ήμουν παρ' ολίγον κόρη, μα γεννήθηκα αγόρι
θηλυκές είχα ορμόνες, χαμηλές τεστοστερόνες

Για αντιτορπιλικά, είχα εγώ κουζινικά
κι έφτιαχνα με τα κορίτσια, μουσακάδες και παστίτσια.

Το παιδί μας μωρέ Λίλα, δε μυρίζει βαρβατίλα
γκρίνιαζ' ο πατέρας μου κι έκλαιγε η μητέρα μου.

Να το γράψεις στο καράτε και στα γήπεδα να πάτε
και στο μπάσκετ και στα βάρη, σώμα αντρικό να πάρει.

Μα εγώ ήμουν «εκείνη», κολυμπούσα σα δελφίνι,
είχα κλίση στο μπαλέτο, πατινάζ, γόβα στιλέτο.

Γιος με αγγλικά και πιάνο; Θα τον πνίξω τον ρουφιάνο
το Θεό που με εμπαίζει, για Θωμά μου 'στειλε Νταίζη.

Ονειρεύτηκα βραβεία, κύπελα αθλητών, πρωτεία,
στων ανδρών τα αριστεία, μ' αυτός Μις στα Καλλιστεία.

Πού να 'ξερε η μάνα μου την τύχη την πουτάνα μου
ο αετός με το μουστάκι, νά 'χει γιο τη... Μενεγάκη!

Μαριάννα Τζανάκη

Charles Willmott - Cabaret 11

Να με πάρεις απ' το χέρι στη ζωή να μ' οδηγήσεις γυναίκα που δεν έγινα, να με παρηγορήσεις.


Dean Kendrick - Ambience


Σονέτο τρίτο

Άντρας γνήσιος να γίνεις, θηλυκά να καταπίνεις

Και γεννήθηκα αγόρι! Κι έδωσα χαρά μεγάλη.
Φτύναν πάνω από την κούνια, μου ζαλίζαν το κεφάλι.
Φτου σου αγόρι μου, να ζήσεις! Τη ζωή να κατακτήσεις
Να προκόψεις, να πλουτίσεις και να ζήσεις συγκινήσεις.

Τότε έβγαζα τσιρίδες και τρομοκρατούνταν όλοι
ξέχναγαν ευχές και φτου σου κι έσφιγγαν καμπόσοι κώλοι.
Μην πονάει, μη διψάει, το χρυσό μας έχει φάει;
Να μη τον κακομαθαίνεις. Τί τον θες χαραμοφάη;

Διώχτους όλους μωρέ μάνα για να μείνουμε τα δυο μας
Δώσ' μου γάλα απ' το βυζί σου για να ξεχαστώ μαζί σου
και να μην τους ξαναφήσεις πάνω απ' το προσκέφαλό μας

Ν' ασχολείσαι πια μονάχα με το γιο σου, το παιδί σου
Να με πάρεις απ' το χέρι στη ζωή να μ' οδηγήσεις
γυναίκα που δεν έγινα, να με παρηγορήσεις.

Μαριάννα Τζανάκη

Μα πήγαινα για θηλυκό, τώρα πώς να μ' αλλάξω κι αντί με κούκλες και μπιζού, να παίζω πειρατές;



Σονέτο δεύτερο

Η αλλαγή

Την άκουγα και έκλαιγα. Ήθελα να ουρλιάξω.
Στη μήτρα της κολύμπαγα γρήγορα, μ' απλωτές.
Μα πήγαινα για θηλυκό, τώρα πώς να μ' αλλάξω
κι αντί με κούκλες και μπιζού, να παίζω πειρατές;

Μάνα μου όμως ήτανε κι ήδη την αγαπούσα
την ένιωθα που υπέφερε, πόναγα πιο πολύ.
Την άγρια αντρική φωνή, πολύ αντιπαθούσα,
μα είν' ο πατέρας μου αυτός ή έν' άγριο σκυλί;

Έτσι αποφάσισα λοιπόν τη μάνα μου ν' ακούσω.
Ν' αλλάξω φύλο και να βγω δίμετρο σερνικό,
την άγρια αντρική φωνή μαζί της ν' αποκρούσω

ξορκίζοντας τους φόβους της, διώχνοντας το κακό.
Ούτε θα της το πω ποτέ, τύψεις για να μην έχει,
μπροστά στην ευτυχία μου, η μάνα μου προέχει.

Μαριάννα Τζανάκη

ΤΡΙΑ ΣΟΝΕΤΑ ΜΙΑΣ ΠΑΡ' ΟΛΙΓΟΝ ΚΟΡΗΣ


Edmund C. Tarbell (1862–1938)
Three Sisters—A Study in June Sunlight, 1890, Oil on canvas
Milwaukee Art Museum, Gift of Mrs. Montgomery Sears


Σονέτο πρώτο

Εμένα που με βλέπετε

Εμένα που με βλέπετε στην άκρη εδώ του δρόμου
να περιμένω δείχνοντας τα θηλυκά μου κάλλη
μαύρα τσουλούφια ατίθασα κρύβουν το πρόσωπό μου
να μη θωρούν τα μάτια μου το μαύρο μου το χάλι.

Τον πρώτο πόνο ένιωσα έμβρυο μες στη μήτρα
που κολυμπούσα αμέριμνα στ' αμνιακό υγρό της
γιατί ένιωθα τί πέρναγε αυτή η μικρή μοδίστρα
που μάχονταν νυχθημερόν να σώσει το μωρό της.

Κάθε πρωί στο διάλειμμα που έκανε στις δέκα
μακριά απ' τη ραπτομηχανή λίγο να ξεμουδιάσει
χάιδευε την κοιλίτσα της το έμβρυο να πιάσει

και τρυφερά μου έλεγε: Μη γεννηθείς γυναίκα!
Προσπάθησε μικρή ψυχή τη μάνα σου να νιώσεις
να μη μου γίνεις θηλυκό και μου το μετανιώσεις.

Μαριάννα Τζανάκη

Rosa Lola, Η ζωή που μου κλέψανε, Εκδόσεις: Τα ψέμματά σου και τα λάθη κερασμένα, σελίδα 50 και κάτι, Γενάρης μόνιμα, του σωτηρίου 2008 κι ακόμα...


Automat. Edward Hopper. 1927. Des Moines Art Center. Iowa


Εγεννήθηκες γυναίκα, θα 'χεις τρόπους ευπρεπείς!
Συστολή, σιωπή, φινέτσα, χάρες είν' θηλυπρεπείς.

Από το 'να αυτί μου μπαίναν, απ' το άλλο πήγαιναν.
Πέρασε μισός αιώνας για να δω πως ρίζωναν.

Νόμιζα είχα ξεφύγει, όμως πλάνη ήταν οικτρά.
Μέχρι να το καταλάβω, ήταν πια πολύ αργά.

Ότι εν τέλει εγώ δεν ήμουν τίποτα από τα δυο.
Ούτε η σεμνή θυγάτηρ, ούτε ότ' ήθελα εγώ.

Προσαρμοστικά επορεύθην εις τον βίον γενικώς.
Γι αυτό τώρα εις την Δύσιν, ξεσαλώνω εντελώς.

Δύση ηλίου, Δύση βίου, Δύση δυτικού τοπίου.
Έτσι πια χωρίς αιδώ, γράφω ιστορία αιδοίου.

Αναγιγνώσκουσα σονέτα, Κεντρωτή από τον Μπρεχτ,
κι από τον Λευτέρη Βίγλα, εις το μπλογκ του Θεομπαίχτ.

Άει σιχτίρ είπα φινέτσα, γυναικεία και καλά,
ποιός τους είπε πως η τρέλα είναι γι αντρικά μυαλά;

Η τρέλα είναι φίλοι μου λέξις θηλυκοτάτη
και δεν την προκαλεί σαφώς, γυναίκα σεμνοτάτη.

Η τρέλα είναι προνόμιο που έχουνε οι πόρνες
κι όσες σεμνές το παίξανε, ήταν και θα 'ναι μόνες.

Ή θά 'χουνε κακή ζωή, στεγνή και στερημένη.
Με έπαθλο το κέρατο, ζει η κακο...ταϊσμένη.

Στα φανερά εγώ ήμουνα η Ρόζα η ναζιάρα
μα στα κρυφά τεφτέρια τους η Ρόζα η τρελιάρα.

Ήμουν αυτή που έπαιρνα την βούρτσα τους στο χέρι
και όταν τους την έγλειφα, χειμώνα καλοκαίρι,

είχα εντελώς τον έλεγχο που έχουν οι... νταρντάνες
αυτές που έξω απ' την τρέλα τους, είν' σύζυγοι και μάνες.

Γιατί η γυναίκα σήμερα δυο ρόλους κουβαλάει.
Αγία ως μητέρα του κι η πόρνη που... φιλάει.

Γι αυτό και πάντα δάγκωνα τα άσπρα μαξιλάρια
όταν πάνω στην βούρτσα του έγραφα τα οχτάρια.

Να μην ακούσει όλα αυτά που είχα στο μυαλό μου
και με περάσει για φτηνή, γαμώ το κέρατό μου.

Στη ζούλα φαντασίωνα δικές μου ιστορίες,
που δεν ήταν για γυναίκες και προπάντων για κυρίες!

Συμβουλή προς τις γυναίκες είναι να ερωτευθούν
και να πάρουνε εκείνον που θα καλο...παντρευτούν.

Να σας αγαπά με πάθος, να σας σέβεται σαν Μάνα
μα όταν είναι τρελαμένος να σας ντύνει σαν σουλτάνα.

Να μη μένουνε κρυμμένες όλες σας οι επιθυμίες
για να βγουν με το τσιγκέλι στου Ψυχώ τις συνεδρίες.

Που ακούει με ρολόι, δίνει πληρωμένη «αγάπη»,
ηρεμιστικό το λένε, και κυκλοφορεί σε χάπι.

Ρόζα Λόλα, Η ζωή που μου κλέψανε,
Εκδόσεις: Τα ψέμματά σου και τα λάθη κερασμένα,
Τόμος Α', σελίδα 50 και κάτι, Γενάρης 2008 κι ακόμα...


La prune. Edouard Manet. 1876-77. National Gallery of Art of Washington.

ΑΙΩΝΙΑ ΕΡΩΜΕΝΗ

Άρχισα να ταξινομώ. Κατηγορίες
αντρών - εδώ είναι οι παντρεμένοι,
που θέλουνε το απλό και γρήγορο ...ήσι.
Πιο πέρα οι επιπόλαιοι: Αισθηματίες,
ενθουσιώδεις, πάντα ερωτευμένοι,
που φεύγουν όταν σ’ έχουν κατακτήσει.

Οι Δον Ζουάν, μετρούν τα θύματά τους
-μετά οι αναποφάσιστοι, οι ναρκισσιστές
κι οι πολυάσχολοι, που δεν σε προλαβαίνουν
γιατί κοιτάζουν πάντα τη δουλειά τους
κι οι ανίκανοι, οι μαλάκες, που εραστές
δεν γίνονται και δεν καταλαβαίνουν.

Κι εγώ, που μεγαλώνω κι η ψευδαίσθηση
δεν με τυλίγει πια, δεν νιώθω τη μαγεία
καθώς καταλαβαίνω τι συμβαίνει -
κοιτάζω αμήχανη του κόσμου την παραίσθηση,
του έρωτα το ναρκωτικό - αδικία,
πάντοτε εκτός και πάντοτε ερωμένη.

Σοφία Κολοτούρου
17 / 9 / 2001



Compartiment C, voiture 193. Edward Hopper. 1938. Collection I.B.M. New-York.


Αφιερωμένο στο ένα μισό τ' ουρανού, τις γυναίκες και στο άλλο μισό τ' ουρανού, τους άντρες! Με μισό ουρανό, ζει κανείς; ;)